Γιατί έχασαν οι Ποδέμος και η εθνική Ισπανίας (μια απάντηση στον Παναγιώτη Εμμανουήλ)

Έκατσα και διάβασα το άρθρο για τις ισπανικές εκλογές («Μερικά πρώτα (και πρόχειρα) συμπεράσματα από τις επαναληπτικές εκλογές στην Ισπανία») που ανέβασε στο Στρόβιλο ο Παναής – Αναΐς Εμμανουήλ. Και δε σας κρύβω ότι το πρώτο πράγμα που μου ’ρθε στο μυαλό μόλις ολοκλήρωσα την ανάγνωση του άρθρου ήταν: Παπάρια καλυβιώτικα κι αγγούρια ρεθυμνιώτικα…

Μα τι μαλακίες κάθεται και μας λέει– πάλι –   ο Εμμανουήλ;

Πρώτα απ’ όλα, τι μας ενδιαφέρουν όλα αυτά τα νούμερα κι όλες αυτές οι λεπτομέρειες για κόμματα και κομματίδια, που μας αραδιάζει αυτό το νούμερο; Κόμμα προστασίας ζώων Ισπανίας, και κόμμα προστασίας φυτών Ανδαλουσίας, και κόμμα προστασίας παρθένων δασών Αμαζονίας, και κόμμα προστασίας κατσικών Αντιοχείας, και κόμμα τα τέτοια του Καράμπελα και το αυτό της Χάιδως –  Πασών των Ρωσιών και Πάσης Μαλακίας! Ξέρεις που τα γράφουμε τα νούμερα και τα κόμματα που μας αραδιάζεις, αρχίβλακα Εμμανουήλ; Στα τέτοια μας (στα παλιά μας τα παπούτσια δηλαδή) τα γράφουμε τα νούμερα σου και τα κομματίδια σου!

Ύστερα, που ξέρεις τι ψήφισαν οι 391 χιλιάδες ψηφοφόροι των Σιουδαδάνος – Σιουνταντάνος – τσουτσουντάνος; Τους ρώτησες στο τηλέφωνο; Έχεις ονόματα και διευθύνσεις; Τους ξέρεις όλους στην Ισπανία, ή μόνο τους  391 χιλιάδες πρώην ψηφοφόρους των τσουτσουντάνος; Άσε μας, ρε Εμμανουήλ, με τις μαλακίες σου!  Στατιστικές αναλύσεις και πίτσες μπλε και ζαμπονοτυρόπιτες εμπριμέ!

Αν θέλετε να μάθετε τι έγινε στην Ισπανία, εμένα ν’ ακούτε – όχι το μπετόβλακα τον Εμμανουήλ. Εγώ θα σας πω τι έγινε:

Πριν αρχίσει το ματς Ισπανίας – Ιταλίας, είχαμε μια κουβέντα στο καφενείο του Λ., η οποία μου άνοιξε τα μάτια. Τη συζήτηση την άνοιξα εγώ, ρωτώντας τον καφετζή:

-«Πως το βλέπεις το ματσάκι Λ. μου;»

Ο καφετζής περίμενε την ερώτηση μου, οπότε δε χρειάστηκε να το σκεφθεί καθόλου. Απάντησε άμεσα και αποφασιστικά:

«Μέχρι προχθές έβλεπα Ισπανία. Αλλά τώρα έχω αλλάξει γνώμη. Βλέπω Ιταλία, χαλαρά. Μπορεί να νικήσει και με κάνα δύο – μηδέν!»

«Γιατί άλλαξες γνώμη, σοφέ μας καφετζή;», τον ξαναρώτησα, προσπαθώντας ταυτόχρονα να τον γαλιφιάσω, μπας και με κεράσει κάνα τσίπουρο αργότερα, ο παλιό – σπάγκος!

«Μα, οι τύποι είναι κότες! Είδες τι έγινες στις εκλογές τους. Κλάσανε μέντες μόλις είδανε τι έγινε στην Αγγλία και πήγανε και ξαναψήφισαν το  μαλάκα, τον πως τον λένε; Χαχόλο, Χαχόι;»

«Ραχόι», προσέθεσα, συμβάλλοντας κι εγώ το κατιτίς μου στη διάλεξη

«Ναι, αυτόνα. Γιατί σου λένε οι σπανιόλοι: κάτσε μη γίνει καμιά μαλακία και βγουν οι Ποτέτους [οι Ποδέμος – Ποντέμος, εννοούσε], και τσατιστούν μετά οι Γερμαναράδες και μας πετάξουν έξω απ’ την Ευρώπη. Μετά, όμως, μετάνιωσαν που ξανάβγαλαν πρώτο κόμμα το βρωμόπουστα το Χαχόι, οπότε άρχισαν να τσακώνονται μεταξύ τους για το ποιος είναι μεγαλύτερη κότα…»

«Έχει δίκιο ο καφετδήθ. Οι θπανιόλοι είναι κότεθ λυράτεθ, χειρότερεθ κι απ’ τιθ αδερφάρεθ τουθ εγγλέδουθ!», παρενέβη ο Ε., ο αλκοολικός ψιλικατζής, δηλώνοντας μ’ αυτόν τον – ιδιαίτερο του  –  τρόπο τη συναίνεση του στα λεγόμενα του καφετζή.

Αλλά οι καλές προθέσεις δεν αρκούν:

«Γιατί με διακόφτεις; Δε σου χω πει να μη με διακόφτεις;», φώναξε ο, δικαιολογημένα οργισμένος, καφετζής στον απρόκλητο υμνητή του

Έχοντας συναισθανθεί το ατόπημα του, ο Ε. ο ψιλικατζής έκρυψε το πρόσωπο του μέσα στις χούφτες των δυο του χεριών. Πέρασαν κάμποσα δραματικά δευτερόλεπτα, ώσπου να καταφέρει να ψευδίσει:

«Θυγνώμη, θυγνώμη,  θυγνώμη! Αφεντικό, θυγνώμη»

Ικανοποιημένος από την ειλικρινή μεταμέλεια του ψιλικατζή πελάτη του, ο Λ. ολοκλήρωσε την ανάλυση του:

«Άρα: Είναι κότες. Είναι μετανιωμένοι. Είναι και τσακωμένοι. Παίζουν και με τους Ιταλούς – που είναι μαφιόζοι – επιστήμονες. Ποιος θα νικήσει, μωρέ κορόιδα;»

Ο Καφετζής, τότε, έκανε μια παύση, για περιεργαστεί το κοινό του. Ούτε κιχ δεν ακουγότανε. Όλο το καφενείο τον κοίταζε με κομμένη την ανάσα. Όλοι περιμέναμε με αγωνία τη επόμενη ατάκα του. Δεν άργησε πολύ:

«Ολοκλήρωσα!», είπε, κι έκανε μια απότομη μεταβολή προς τ’ ενδότερα του καφενείου

Μέσα σ’ ελάχιστες στιγμές, όλο το καφενείο είχε ξεσπάσει σε επευφημίες, χειροκροτήματα  και ζητωκραυγές:

«Μπράβο, πάνσοφε μας καφετζή! Μπράβο, σπουδαίε αναλυτή!! Μπράβο, παιχταρά μας!!!», φώναζα με ενθουσιασμό, εννοώντας: «Κέρασε κάνα τσίπουρο, σπαγκοραμμένε καφετζή!»

«Ούδο! Ούδο!! Ούδο με μεδέ!!!», κραύγαζε ο Ε., ο μεθύστακας ψιλικατζής, όντας πιο ειλικρινής από μένα

[Τι στο καλό, πότε πρόλαβε κι ήπιε 15 ούζα ο ψιλικατζής; Ούτε μισή ώρα δεν είναι στο μαγαζί!]

«Ουουού, ίγι – ίγι – ίγι! Ουουού, ίγι – ίγι – ίγι! Ουουού, ίγι – ίγι – ίγι!», ακούστηκε απ’ το δέντρο

Αλλά η κουβέντα δε σταμάτησε εδώ. Μόλις κοπάσανε οι πανηγυρισμοί, ακούστηκε μια γνώριμη φωνή:

«Να προσθέσω κι εγώ κάτι σ’ αυτά που είπε ο φίλος μας ο Καφετζής!»

Γυρίσαμε όλοι προς τη μεριά απ’ όπου ακούστηκε η φωνή. Ήταν ο Αν. ο ράφτης. Μια σεβάσμια μορφή της γειτονιάς κι ένας βετεράνος του συγκεκριμένου μαγαζιού, αλλά κι όλων των μαγαζιών (που σερβίρουν ούζο και τσίπουρο – εντάξει, και ρακί) της περιοχής Αθηνών και περιχώρων

«Δε μας ενδιαφέρει η γνώμη σου!», ακούστηκε μια φωνή από τα βάθη του καφενείου. Ήταν ο Λ., ο οποίος εκείνη τη στιγμή έπλενε (τρόπος του λέγειν δηλαδή) τα ποτήρια

[Εδώ πρέπει να σας πληροφορήσω ότι ο καφετζής διατηρεί μια 25ετή σχέση αγάπης – μίσους με το καφετζή. Τα αισθήματα, προφανώς, είναι αμοιβαία…]

«Ωραία, αφού συμφωνεί κι ο καφετζής, εγώ συνεχίζω»

Σιγά να μη συνέχιζε…

«Κοιτάχτε να δείτε, αγαπητά μου παιδιά, συναγωνιστές και συν – πότες: Οι ισπανοί είναι διασπασμένοι. Και είναι διασπασμένοι γιατί δεν είναι ένας λαός. Έτσι, οι Καστοριάνοι (Καστιγιάνοι, εννούσε) είναι Ρεάλ Μαδρίτης, οι Καταπολιανοί (Καταλανοί, εννοούσε) είναι Μπάρτσελόνα, ενώ οι Γάσκοι είναι με την Αθλέτικο Μπιλμπάο…»

«Οι Βάσκοι», τόλμησα να τον διορθώσω, διακινδυνεύοντας, μ’ αυτήν μου την παιδαριώδη απερισκεψία, την ακύρωση της πολύτιμης συμβολής του ράφτη στη συλλογική αναζήτηση της αλήθειας

Η κατσίκα, όμως, δε μασάει ταραμά. Αλλά ούτε κι ο ράφτης:

«Ναι, αυτοί!», πέταξε και κοίταξε με απορία – σα να μου έλεγε: «Μα, καλά. Αυτό δεν είπα κι εγώ;»

Κι όντως είπε αυτό, αφού, ως γνωστόν, οι Βάσκοι, οι Γάσκοι και οι Μονεγάσκοι, είναι το ίδιο πρόσωπο

Η άσκοπη παρέμβαση μου, όμως, έδωσε την ευκαιρία στον ράφτη να σηκωθεί απ’ την καρέκλα, για να συνεχίσει αφ’ υψηλού τη διάλεξη του.

Έτσι, κι αφού πρώτα σήκωσε ψηλά το δείκτη του δεξιού του χεριού (μπορεί και του αριστερού – δεν ενθυμούμαι καλά), άρχισε την αγόρευση του, ρωτώντας το διψασμένο για γνώση κοινό του:

«Και σας ερωτώ, κύριοι (σ: ο ράφτης παρέλειψε το «Κυρίες», γιατί γυναίκες σπάνια πατάνε στο συγκεκριμένο καφενείο – βασικά, αποφεύγουν να περάσουν ακόμα κι απ’ το πεζοδρόμιο, όταν τύχει να περάσουν από εκεί. Κι εν πάση περιπτώσει, εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε ούτε θηλυκή γάτα πλησίον του καφενείου): Ποιος φταίει για το φούντωμα, για την έξαψη (έξαρση;) των εθνικιστικών παθών στην Ιγηρική (μήπως δε μπορεί να πει το «Β»;) χερσόνησο;»

Για να συνεχίσει, μιας κι η ερώτηση ήταν ρητορική:

«Εγώ θα σας πω τι φταίει! Η καπιταλιστική κρίση φταίει!», βροντοφώναξε, χτυπώντας με δύναμη το αριστερό (μπορεί να ήταν και το δεξί) του χέρι στο τραπέζι

«Σιγά, κωλόγερε, θα μου σπάσεις το τραπέζι!», ακούστηκε μια αχνή φωνή απ’ τα βάθη του καφενείου, η οποία, όμως, ήταν πολύ αδύναμη για να σταματήσει το χείμαρρο:

«Οι καπιταλιστές βάζουν τους λαούς να τσακώνονται μεταξύ τους, για να μην ενωθούν. Γιατί αν ενωθούν, θα συντρίψουν την εξουσία των καπιταλιστών και των μονοπωλίων!», και ξαναχτύπησε το χέρι του δυνατά στο τραπέζι

[Ξέχασα να σας πω ότι ο ράφτης είναι πιστό και αφοσιωμένο μέλος του Κόμματος – και μη με ρωτήσετε «ποιανού κόμματος;»]

Ακολούθησε μια μικρή παύση, κατά τη διάρκεια της οποίας ξανακούστηκε η αχνή φωνή απ’ τα βάθη του καφενείου: «Μη μου συντρίβεις το τραπέζι, γαμώ το κεφάλι σου το κλούβιο!», με τα ίδια όπως και πριν αποτελέσματα:

-«Η εθνική Ισπανίας… Δε παίζανε και παλιότερα στην εθνική Ισπανίας Καστοριάνοι, Καταπολιανοί και οι Γάσκοι;»

-«Όχι, δεν παίζανε!», απάντησαν τα καφενειακά βάθη

-«Ορίστε, συμφωνεί κι ο Καφετζής μαζί μου!»

[Κουφάλα ο ράφτης. Ό, τι τον συμφέρει ακούει]

«Παίζανε. Και ήτανε και μονιασμένοι. Και σηκώνανε και τις κούπες! Αλλά ήρθε μετά η καπιταλιστική κρίση και τους διέλυσε. Η κρίση και οι πολιτικές των μονοπωλίων και του αντιδραστικού διαιτητηρίου (διευθυντηρίου;) των Βρυξελλών φταίνε για τη κατάντια της εθνικής Ισπανίας. Αυτοί φταίνε …»

«Η μαλακία που έχει πλημυρίσει τον εγκέφαλό σου φταίει!», αποφάνθηκαν τα βάθη

Κι αυτή τη φορά άκουσε ο ράφτης:

-«Συμφωνώ με το καφετζή…»

-«Αυτό έλειπε!», συμπλήρωσε, η εύθυμη αυτή τη φορά, φωνή του καφενείου

«Η Ιταλία θα νικήσει 2 – 0!. Η εθνική Ισπανίας δεν έχει καμία τύχη»

Αυτά είπε ο γέροντας ράφτης (εντάξει, καμιά 65αρια είναι – το πολύ) και πήγε να ξανακαθίσει στην καρέκλα του, αποκαμωμένος από την πνευματική υπερπροσπάθεια. Αλλά κοντοστάθηκε/ Σα να είχε ξεχάσει κάτι να πει:

«Α, κι όσο για τις Ισπανικές εκλογές, ένα έχω να πω…»

«Πες το άλλη φορά!», ξανακούστηκε η προβοκατόρικα απόμακρη φωνή

«Έχω να πω ότι ο Ισπανικός λαός ψήφισε έτσι, ακριβώς επειδή δεν είναι ενωμένος. Γιατί λαός ενωμένος, ποτέ νικημένος! Αλλά, λαός διασπασμένος – φέξε μου και γλίστρησα»

«Και χαιρέτα μας τον Πλάτανο!», συναίνεσε – για πρώτη φορά –  και η απόμακρη φωνή.

Η ολοκλήρωση της ομιλίας ράφτη προκάλεσε έντονο προβληματισμό στο καφενείο. Γύρισα να ρωτήσω τον ψιλικατζή, που καθότανε δίπλα μου, πως του είχαν φανεί όλα αυτά. Αλλά μόλις αντίκρυσα το βλέμμα του, άλλαξα γνώμη. Κοίταζε έντρομος και εκστασιασμένος στο κενό. Δεν τόλμησα να τον ενοχλήσω. Ήταν φανερό ότι το παρθένο μυαλό του δεν μπόρεσε να αντέξει τόση ποσότητα γνώσης και σοφίας.

Αλλά και το δέντρο είχε πέσει σε περισυλλογή: «Ουού – ιγί, ουού – ιγί, ουού – ιγί», ψιθύριζε. Και είχε δίκιο: μόλις είχαμε ακούσει δύο φοβερές πολιτικές αναλύσεις

Γιατί αυτές είναι σοβαρές αναλύσεις, κι όχι αυτά που μας τσαμπουνάει ο Εμμανουήλ, ο οποίος τώρα δεν μας μιλάει επειδή του θίξαμε τη σούλα του (είδες, Εμμανουήλ, παρέλειψα το αρχικό γράμμα για να μη σε προσβάλω). Σου θίξαμε την Αγία!

Ποια αγία, μωρέ; Την αγία Βαρβάρα; Την αγία Πελαγία ; Ή την Αγία Πουλχερία; Σιγά που είναι αγία η Νίτσα σου.

Α, και «κύριο» να πεις τη μάνα σου, τη θεια σου, την αδερφή σου και όλο σου το σόι. Και «βαρίδι» να πεις το θειο σου την Ευαγγελία.

Τζιτζιφιόγκο,! Ε, τζιτζιφιόγκο!