Ποιος βρίσκεται πίσω απ’ τη δολοφονία της αγγλίδας βουλευτίνας;

Λογομάχησα τις προάλλες με το Παναγιώτη Εμμανουήλ, το πολιτικό συντάκτη του στροβίλου – και συνεργάτη μου σε σειρά άρθρων της ιστοσελίδας  μας, και την Ρ. Α – την πρώην του. Αφορμή ήταν η δολοφονία της βρετανίδας βουλευτίνας. Και λέω αφορμή, γιατί πραγματική αιτία ήταν άλλη: ότι ο μεν Παναγιώτης Εμμανουήλ είναι ένας ξενέρωτος παπάρας, η δε Ρ. Α, μια χαζογκόμενα που το παίζει «κουλτούρα να φύγουμε»

Να είσαι, τώρα, αραγμένος στο καφενείο του Λ., να βλέπεις τη ματσάρα Κροατία – Τσεχία (2 – 2), να χτυπάς τα τσίπουρα σου (αλλά και τα πιτόγυρα που παράγγειλες απ’ τ’ Άγραφα), και να έχεις δίπλα σου ένα ζευγάρι υστερικών να σου πρήζει τα ούμπαλα με τη πολιτική και τη γεωπολιτική! Και να σκούζουνε, οι … ευλογημένοι! Άστε μας να δούμε μπάλα σαν άνθρωποι, τη Παναχαϊκή μου! Και γιατί σκούζετε; Αλλά να σας πω γιατί σκούζετε; Σκούζετε, επειδή  αυτό που πραγματικά θα θέλατε να κάνετε δεν είναι να τσακώνεστε για τη πολιτική και τη γεωπολιτική, αλλά να ήσασταν κάπου αλλού και να κάνετε κάτι άλλο, οπότε ναι μεν θα σκούζατε και πάλι, αλλά το σκούξιμο σας θα ενοχλούσε τους γείτονες και τους περίοικους, κι όχι τον αγνό φίλαθλο κόσμο!

Αυτά σκεφτόμουν να πω στο (πρώην) ζευγάρι, αλλά δεν τα είπα. Κι αυτό για δύο λόγους

Πρώτον, τα παιδιά είναι φίλοι μου. Γνωριζόμαστε εδώ και 20 – 25 χρόνια. Αφήστε που η Ρ. Α. είναι και κολλητή της δικιάς μου της πρώην, της (Χ. Λ)

[Βασικά, συγκατοικούν εδώ και κάποια χρόνια. Κι έχουν πάρει, λέει, κι ένα σκυλάκι, ή ένα γατάκι, ή ένα ψαράκι, ή και τα τρία μαζί, για να τις κάνουν παρέα. Αναρωτιέμαι, πάντως, πως περνούν την ώρα τους οι δύο φιλεναδούλες (για να μην πω κάτι άλλο που τελειώνει σε – ούλες – κι αρχίζει από τσ). Την περνούν (την ώρα) μοναχές τους, παίζοντας τάβλι, λχ; Ή μήπως παίζουν με το σκυλάκι, το γατάκι, το ψαράκι, ή, και τα τρία μαζί; Μήπως φέρνουν κι άλλα ζωάκια στην παρέα τους; Κανένα γαϊδουράκι, ή κανένα κουνελάκι, ή κανένα παπαγαλάκι, ή κανένα χελιδονάκι (κι η άνοιξη ακριβή); Όχι, βέβαια, πως ενδιαφέρομαι για το τι κάνουνε τα δύο … κοριτσάκια (για να μην πω κάτι άλλο που να τελειώνει σε – άκια). Καρφί δε μου καίγεται!……..

Εντάξει, ενδιαφέρομαι…..  Αλλά, λίγο. Καλά, μην κάνετε έτσι… Πολύ ενδιαφέρομαι… Βασικά, καίγομαι: Γύρισε κοντά μου αγάπη μου μεγάλη, γύρνα, τη χαρά μου κοντά σου να `βρω πάλι…]

Και δεύτερον, γιατί το ζεύγος θα μου κάλυπτε τα τσίπουρα (και τα πιτόγυρα), μιας και είμαι άφραγκος και μπατίρης, κι επειδή ο μαλάκας ο Τσίπρας αποδείχτηκε χλεχλές, φλούφλης και λιμοκοντόρος, οπότε δεν πρόκειται να βρούμε φράγκο ούτε του Αγίου Ζαν Κλωντ Γιουνκέρ ή (Γιούνκερ) ανήμερα

[Γιατί στέλνει (ο γελοίος ο Τσίπρας) το Βαρουφάκη, προτού τον αντικαταστήσει με τη μικρή ολλανδέζα – το Τσακαλώτο δηλαδή, στους μαφιόζους των Βρυξελών, να τους πει ότι πρέπει να πάψουν να ναι μαφιόζοι. Κι ότι αν δεν πάψουν να είναι μαφίοζοι, ο Τσίπρας κι ο Βαρουφάκης θα κρατήσουν την αναπνοή τους μέχρι να σκάσουν. Παπάρια μάντολες, δηλαδή…]

Αλλά, που είχαμε μείνει; Α, ναι:

Τσακωνόντουσαν, το λοιπό, η λουλού και η νταλίκα, για το ποιος ήταν πίσω από τη δολοφονία της βρετανίδας βουλευτού:

«Οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες βρίσκονται πίσω από τη δολοφονία. Τη σκότωσαν για να αλλάξουνε το κλίμα υπέρ του Bremain (ΜΧ: της παραμονής, δηλ, της Μ. Βρετανίας στην σικελική … εεεε…. ευρωπαϊκή φαμίλια)», τσίριζε ο Εμμανουήλ, που τώρα που το σκέφτομαι, παίζει να ’ναι και κρυφό – Αμφιλοχία (απ’ ότι θυμάμαι, στα φοιτητικά χρόνια είχε το παρατσούκλι «παππούς» – το οποίο παραπέμπει, τώρα που το ξανασκέφτομαι, στο «παππού, παππού, το παίρνεις (το γράμμα) που και που»)

«Μην είσαι σταλινικός συνομωσιολόγος: Μην υποτιμάμε  την άνοδο του φασιστικού φαινομένου και της ακροδεξιάς στην Ευρώπη», γκάριζε η ΡΑ, η οποία, τώρα που το ξανά – μανά – σκέφτομαι, παίζει να ’ναι και κρυφό – Μυτιληνιά, Σαπφώ Νοταρά, δηλαδή (Γιατί έχει κόψει κοντό το μαλλί της; Παρουσιάζεται στο πυροβολικό;)

«Ε, όχι και το υποτιμάμε!», ξανά – τσίριξε η Λουλού, ο Εμμανουήλ, χτυπώντας με δύναμη το χέρι του στο τραπέζι, με αποτέλεσμα να πέσει το τσίπουρο μου στο έδαφος (τα πιτόγυρα ήταν σε άλλο τραπέζι, ευτυχώς, οπότε δεν έπαθαν τίποτα). Η απώλεια του γεμάτου τσίπουρο ποτηριού μου ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι (της οργής κι αγανάχτησης μου). Σηκώθηκα τσατισμένος από την καρέκλα και κοίταξα με απειλητικό ύφος το ζεύγος. Είδα το τρόμο ζωγραφισμένο στα πρόσωπα τους. Αυτό με ικανοποίησε κάπως, αλλά δε μου ήταν αρκετό: Έπρεπε να τους τσαλακώσω.! Έπρεπε να τους κάνω να το βουλώσουν!! Έπρεπε να δω με την ησυχία μου το β’ ημίχρονο του Κροατία – Τσεχία!!! Έπρεπε να μιλήσω!!!!

Και το έκανα: 

«Λέτε και οι δύο μαλακίες: Πίσω από τη δολοφονία της αγγλίδας βρίσκεται η Εθνική Γερμανίας!», τους είπα φωναχτά.

Η απόλυτη σιωπή απλώθηκε στο καφενείο. Πέρασαν κάμποσα δευτερόλεπτα, ώσπου να σπάσει τη βουβαμάρα μια γνώριμη φωνή:

«Πολύ πθαγμένο αυτό που είπεθ, Μάνο. Για θυνέχιθε!»

Ήταν ο Ε., ένας κατεστραμμένος (και καμένος) ψιλικατζής – θαμώνας του καφενείου, ο οποίος έχει το κακό να ψευδίζει μετά το 15ο ούζο (πρέπει να ήταν ήδη στο 19ο).

Για ν’ ακολουθήσει μια άλλη γνώριμη φωνή:

«Πω, πω, δικέ μου! Πω, πω, δικέ μου! Πω, πω, δικέ μου! Δίδαξε, διδάσκαλε, δίδαξε!»

Ήταν ο Μ. – ένας άλλος θαμώνας του καφενείου, του οποίου η παρουσία στο καφενείο μας είχε αιφνιδιάσει, αφού νομίζαμε ότι βρισκόταν ακόμα  στο Δρομοκαΐτιο,  του οποίου κι αποτελεί τακτικό πελάτη.

Ενθαρρυμένος, πια, κι από το κοινό μου, ανέπτυξα την επιχειρηματολογία μου:

«Ποιες ομάδες έπαιζαν την ημέρα της δολοφονίας;» – ρώτησα ρητορικά. Και συνέχισα:

«Η Αγγλία και η Γερμανία!»

Έκανα μια μικρή παύση, αλλά δε σταμάτησα:

 «Την ώρα της δολοφονίας η Αγγλία είχε μόλις νικήσει (2 – 1 την Ουαλία). Αν ο δράστης ήταν Άγγλος εθνικιστής, θα πανηγύριζε τη νίκη της ομάδας του – αντί να ψάχνει να δολοφονήσει πολιτικούς αντιπάλους. Ή, θα το έκανε αργότερα – μετά τους πανηγυρισμούς. Γιατί, δε μπορούσε να το κάνει μια άλλη μέρα; Άνετα θα μπορούσε.

Αλλά μήπως δεν ήταν άγγλος, αλλά Ουαλός εθνικιστής, οπότε είχε κι ένα επιπλέον κίνητρο να σκοτώσει, αφού η ομάδα του είχε χάσει; Όχι, γιατί οι ουαλοί εθνικιστές δεν είναι με το Μπρέξιτ.

Αργότερα, το βράδυ της ίδιας μέρας, έπαιζε η Γερμανία με την Πολωνία. Το ματς ήρθε 0 – 0. Γιατί ήρθε 0 – 0; Μα για ξεκάρφωμα, κορόιδα! Για να μην υποψιαστεί κανένας την ποδοσφαιρική ομοσπονδία της Γερμανίας!

Άρα: οι μυστικές υπηρεσίες της εθνικής Γερμανίας, αιχμαλώτισαν έναν άγγλο χούλιγκαν, του έκαναν πλύση εγκεφάλου (πράγμα που δεν είναι καθόλου δύσκολο, αφού οι εγγλέζοι χούλιγκαν δεν έχουν καν εγκέφαλο) και τον έβαλαν να καθαρίσει μιαν αγγλιδούλα»

  Σ’ αυτό το σημείο, έκανα μια παύση. Ήθελα να δω τις αντιδράσεις του καφενειακού κοινού. Ήτανε όλοι εκστασιασμένοι. Με κοίταγαν εμβρόντητοι και αποσβολωμένοι. Μονάχα ο τρόφιμος του Δρομοκαΐτιου κοίταζε στο κενό

 Συνέχισα

«Η δολοφονία μιας οπαδού του «μένουμε», από έναν οπαδό του φεύγουμε, θα οδηγούσε την εθνική Αγγλίας στη διάσπαση και στη διάλυση, αφού οι μισοί της παίχτες είναι με το μένουμε, ενώ οι άλλοι μισοί είναι με το φεύγουμε. Έτσι, τα πάντσερ ξεμπέρδευαν μ’ έναν βασικό διεκδικητή του τίτλου – χωρίς καν να χρειαστεί να τον αντιμετωπίσουν μέσα στον αγωνιστικό χώρο!»

Η κατανυκτική σιγή διαταράχτηκε από ένα περίεργο ήχο, προερχόμενο απ’ τη μεριά που καθόταν ο τρόφιμος. Ήταν κάτι σαν: «ου, ου, ου –  ίιου/ ου, ου, ου –  ίιου/ ου, ου, ου –  ίιου».

Αγνόησα τους παράξενους θορύβους και συνέχισα τη διάλεξη μου, αφού σε λίγη ώρα θ’ άρχιζε και το β’ ημίχρονο

«Μένει ν’ απαντήσουμε σ’ ένα ερώτημα: γιατί να δολοφονήσουν μια γυναίκα;»

-«Γιατί είναι όλεθ πουτάνεθ», ακούστηκε απ’ τη μεριά που καθόταν ο ψιλικατζής μεθύστακας

Παράβλεψα και επιτάχυνα:

«Αναγκαστικά σκότωσαν μια γυναίκα, αφού οι άντρες του νησιού έχουν κάνει εισβολή στις πόλεις και στα γήπεδα της Γαλλίας, για να σπάσουν, να καταστρέψουν και να λεηλατήσουν ό, τι βρουν μπροστά τους. Οπότε μόνο γυναίκα μπορούσαν να δολοφονήσουν, μιας και οι άντρες είχαν μετακομίσει στη Γαλλία για τις ανάγκες εθνικής τους ομάδας»

«Μα τι λεθ, ρε Μάνο, αφού δεν υπάρχουν άνδρεθ θτην Αγγλία, είναι όλοι τουθ  λούγκρεθ και πουθταράδεθ»

[Ένα περίεργο πράγμα μ’ αυτόν τον ψιλικατζή: ενώ πίνει 55 ούζα την ημέρα – κι άλλα 55 τη νύχτα, δε χάνει ποτέ την πνευματική του διαύγεια. Απλά, ψευδίζει.]

Όπως ήταν αναμενόμενο, η καίρια παρέμβαση του ψιλικατζή προκάλεσε γενική ευθυμία στο καφενείο. Όλοι ξέσπασαν στα γέλια – εκτός απ’ τον τρόφιμο, ο οποίος συνέχιζε να βγάζει τους περίεργους θορύβους: «ου, ου, ου –  ίιου/ ου, ου, ου –  ίιου/ ου, ου, ου –  ίιου».

Ήμουν αποφασισμένος να συνεχίσω την ομιλία μου, παρ’ όλη την οχλαγωγία που επικρατούσε στο καφενείο, αφού είχα κάνα δυο λεπτά στη διάθεση – προτού αρχίσει το β’ ημίχρονο. Αλλά προτού αρχίσω να ξαναμιλάω, εμφανίστηκε μπροστά μου ο Λ, ο καφετζής δηλαδή. Κρατούσε στο αριστερό του χέρι είναι (αριστερόχειρας) ένα νεροπότηρο γεμάτο μ’ ένα διαφανές υγρό. Κι αφού με κοίταξε μ’ ένα βλέμμα που δήλωνε αγανάχτηση αναμιγμένη με απόγνωση, μου είπε: «Παρ’ το και βούλωστο!». Και μου ’δωσε το ποτήρι με το  διαφανές υγρό. Αμέσως το πήρα στα χέρια μου και το μύρισα. Ναι, καλά το χα ψυλλιαστεί: ήταν τσίπουρο! Ένα νεροπότηρο ολόκληρο γεμάτο με τσίπουρο.! Και μιλάμε για μεγάλο νεροπότηρο. Ίσα με 250 εμ ελ! Θεέ μου, τι χαρά! Τι ευτυχία!

Γύρισα προς τη μεριά που κάθονταν τα παιδιά, ο Πάνος και η Ρ., για να μοιραστώ τη χαρά μου – κι όχι,  βέβαια, το τσίπουρο μου – μαζί τους. Αλλά οι καρέκλες τους ήταν κενές. «Μα, που έχουν πάει οι μαλάκες;», αναρωτήθηκα. Σηκώθηκα απ’ την καρέκλα, μπας και τους εντοπίσω. Κι επειδή διαθέτω αετίσιο αλλά (και γερακίσιο) μάτι, τους εντόπισα. Είχαν βγει στον δρόμο και τρέχανε. Μπροστά έτρεχε η Ρ, από πίσω της, ο Πάνος. Μου φάνηκε ότι και οι δύο κλέγανε, κι ότι η Ρ. έλεγε κάτι για γουρούνια, σεξιστές, φαλλοκράτες, κάφρους και χοντρομπαλάδες.

Ποιους να εννοούσε, άραγε; Και γιατί φύγανε έτσι απότομα; Ούτε ένα γεια δεν είπανε!

Για να είμαι, πάντως, ειλικρινής, δεν πολύ – στεναχωρήθηκα, κιόλας. Ουσιαστικά, είχα πετύχει το σκοπό μου: Γιατί μπορεί να μην εξιχνίασα τη δολοφονία της αγγλίδας βουλευτίνας, αλλά είχα ξεφορτωθεί το ενοχλητικό ζεύγος, που δε μας είχε αφήσει να δούμε μπάλα στο α’ ημίχρονο, έχοντας εξασφαλίσει, ταυτόχρονα, τζάμπα τσίπουρο για καμιά – δυο ώρες ακόμα.

Ώραία, ξεφορτωθήκαμε τους ενοχλητικούς, σκέφτηκα. Ας δούμε τώρα με την ησυχία μας το β’ ημίχρονο!

Για να πάρω μετά από δυο δευτερόλεπτα την απάντηση:

 «ου, ου, ου –  ίιου/ ου, ου, ου –  ίιου/ ου, ου, ου –  ίιου».

[Από τα μέσα του β’ ημιχρόνου και μετά, ο ήχος άλλαξε. Έγινε: «ου, ου –  ίιου, ίιου/ ου, ου – ίιου, ίιου/ ου, ου – ίιου, ίιου», αφού ο τρόφιμος είχε σκαρφαλώσει – πια – σ’ ένα δέντρο που υπάρχει δίπλα απ’ το καφενείο]

Όσο για το ποιος βρίσκεται πίσω απ’ τη δολοφονία της αγγλίδας βουλευτίνας, ένα μόνο είναι σίγουρο: ότι είναι άσχετος από μπάλα. Κι αυτό ανεξαρτήτως του αποτελέσματος που θα έχει το δημοψήφισμα