Ο Κος Πενθήμερος, 38.Ο Κρεβέλ κι ο κρεμασμένος πατέρας

Ήταν 14 ετών. Ένα όμορφο αγόρι. Η μητέρα του τον πήρε από το χέρι, του είπε πως θα του δείξει κάτι. Πως δεν έπρεπε να τρομάξει. Πως ήταν πάντα ένας χαμένος. Πως ήταν φυσιολογικό να καταλήξει έτσι. Την κοίταξε. Δεν ήταν πιο ψηλή απ’ αυτόν. Αλλά ήταν η μητέρα του. Ο πατέρας απουσίαζε συχνά. Εκείνος ήταν το όμορφο αγόρι της, ο γιος της. Προηγήθηκε εκείνη. Του άνοιξε την πόρτα, έκρυβε τη θέα με το σώμα της. Ήταν όμορφη γυναίκα η μητέρα. Έβλεπε την πλάτη της. Το σβέρκο της, τα μαλλιά της. Δε σκεφτόταν καθόλου τα λόγια της, ούτε αυτό που ήθελε να του δείξει. Έπειτα ο πατέρας απουσίαζε συχνά. Παραμέρισε. Κόλλησε το σώμα της στην πόρτα και κοιτούσε απέναντι. Δεν κοιτούσε το γιο της. Το Ρενέ της. Εκείνος έμεινε άφωνος. Ο πατέρας του. Αυτή τη φορά δεν απουσίαζε, ήταν εκεί. Αλλά τα πόδια του ήταν στον αέρα. Δεν πατούσε στο πάτωμα. Κοίταξε πιο ψηλά από το ύψος της μέσης του. Φορούσε ένα γκρίζο παντελόνι. Παπούτσια δίχρωμα. Τα πόδια του αιωρούνταν. Κοίταξε πιο ψηλά. Όσο πιο αργά μπορούσε. Το πουκάμισο στο χρώμα των παπουτσιών. Μουσταρδί. Το γνώριζε αυτό το πουκάμισο και τα παπούτσια. Το κεφάλι του. Ήταν ασκεπής. Δεν συνήθιζε κάτι τέτοιο. Το κεφάλι του γερμένο στο πλάι. Το μουσταρδί πουκάμισο ήταν μούσκεμα. Ο πολυέλαιος είχε γείρει. Από το βάρος. Πάλι απουσίαζε ο πατέρας. Τώρα επί μακρόν. Δεν σκεφτόταν. Σάρκαζε. Δεν κοίταζε τη μητέρα. Τώρα είχε καιρό γι’ αυτήν. Ήταν μόλις 14 κι εκείνη πιο νέα από τον πατέρα.

Δεν άρθρωσαν λέξη. Δε βγήκε κανένας ήχος από το στόμα του έφηβου Ρενέ.

 

                              Ο Ρενέ Κρεβέλ εν μέσω των Μπρετόν, Νταλί, Ελυάρ

Δέκα χρόνια μετά ο νεαρός Ρενέ Κρεβέλ, 24 ετών. Πανέμορφος. Αξιαγάπητος. Χαρισματικός έγραψε ένα μυθιστόρημα. Το είπε: η Επιστροφή. Περιγράφει την αυτοκτονία του.

Ο πατέρας επέστρεψε. Πήγε εκεί που πήγαινε πάντα όταν επέστρεφε. Στο σπίτι. Εκείνος αυτοκτονεί. Είναι κρεμασμένος με το λαιμό σπασμένο.

Ωστόσο ο νεαρός πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας περιγράφει τη δική του αυτοκτονία.

Τώρα έχει ενταχθεί σε μια ομάδα μαζί με τον Μπρετόν, τον Αραγκόν, τον Ελυάρ, τον Νταλί.

Μοιάζει με εξειδανικευμένο σκίτσο του Κοκτώ. Θαρρείς και τον ζωγράφισε εκείνος. Δεν ήταν αληθινή τόση ομορφιά.

Όταν συναντά τον Κλάους Μαν, το γιο του Τόμας και  ανιψιό του Χάινριχ, τον ερωτεύεται.

  «Ήταν άραγε καλό για τον Ρενέ ν’ αποδέχεται  γεμάτος ζήλο κι ευπιστία την επιρροή του Μπρετόν και να του υποτάσσεται ανεπιφύλακτα; Όποιος τον αγαπούσε –εγώ τον αγαπούσα– έπρεπε να τον προστατέψει».

Ωστόσο συνεχίζει ο Κλάους Μαν κάνοντας μια ευθύβολη αρνητική κριτική στον σουρεαλισμό ανατρέποντάς τον εκ βάθρων, ανασκολοπίζοντάς τον.

Ο Ρενέ κοίταζε γύρω του με το όμορφο αγριεμένο βλέμμα του, με τα λαμπερά, γουρλωμένα παιδιάστικα μάτια του και ρωτούσε χωρίς να παίρνει απάντηση «είστε τρελοί»; ήταν το μυθιστόρημά του, του 1929.

Ήταν στην πραγματικότητα ένα πυρετώδες πολεμόχαρο όνειρο, μια κωμική παραίσθηση, μια έκρηξη λύσσας, μια διαμαρτυρία με επική μορφή.

 

Ο ήρωας του «Etes – vous fous?» είναι ένας Αγαθούλης και με το Βολταιρικό μένος τα βάζει με όλους. Τον Πάπα, την κυρία Κοζίμα Βάγκνερ, τον Γκαμπριέλε Ντ’ Αννούντσιο, τον κόμη Κουντενχόβεν-Καλλέργη, τα σανατόρια της Ελβετίας, το Χόλιγουντ, τον καθολικό Φρανσουά Μωριάκ. ''Δεν σπλαχνίζεται ούτε τις άκακες λεσβίες, λέει ο Κλάους Μαν ούτε τον Φραγκίσκο Ιωσήφ τον αξιόπιστο Κάιζερ''.

Ο Κλάους Μαν ήταν 9 χρόνια νεώτερος από τον Ρενέ Κρεβέλ. Ήταν κι οι δύο εύθυμοι και γενναιόδωροι από τη μια και απέραντα δυστυχείς από την άλλη.

Ο Κλάους δεν μπόρεσε ποτέ να σκοτώσει τον πατέρα του τον μεγάλο Νομπελίστα συγγραφέα. Ο πατέρας του δεν τον αποδέχθηκε ποτέ. Ήταν συγκαταβατικός μαζί του ακόμα και στα μεγάλα συγγραφικά του πετάγματα. Δεν παρέστη καν στην κηδεία του.

Ο Ρενέ Κρεβέλ δεν χρειάστηκε να κάνει κάτι τέτοιο. Το έκανε ο ίδιος ο μεγαλοαστός πατέρας του και διάλεξε το καλό σαλόνι για να κρεμαστεί.

Ο Κλάους Μαν αυτοκτόνησε στα 40 του αφού πολέμησε στο πλευρό των Αμερικανών αρνούμενος την καταγωγή του. Ήταν ένας κοσμοπολίτης.

Ο Ρενέ Κρεβέλ στα 35 του επανέλαβε την απονενοημένη πράξη του απόντος πατέρα. Είχε μια σχέση μίσους και έλξης για τη μητέρα του που τον είχε υποχρεώσει να δει το αιωρούμενο σώμα του πατέρα του στο καλό σαλόνι.

Ο Κρεβέλ χρειάζεται έναν πατέρα. Βρίσκει τον Μπρετόν, τον οποίο ο Κλάους Μαν ελεεινολογεί. Ο Κάφκα στο ανεπίδοτο γράμμα στον πατέρα ανακαλύπτει πως μπόρεσε ν’ αποτινάξει την κυριαρχία του αυταρχικού εμπόρου.

Και οι τρεις υπήρξαν σπουδαίοι δημιουργοί και οι τρεις έζησαν υπό τη σκιά της κυριαρχικής πατρικής φιγούρας.

Οι δυο πέθαναν πριν το θάνατο του πατέρα. Το έργο τους ο πατέρας δεν το αναγνώρισε. Ο Κρεβέλ είχε την τύχη να τον αποδεχθεί ο Μπρετόν. Όταν πέθανε η μητέρα του ήταν 26 ετών. Άρχισε ψυχανάλυση. Πήρε ναρκωτικά, ήπιε θάλασσες αλκοόλ. Μπαινόβγαινε σε κλινικές και σανατόρια για αποτοξίνωση.

Έμπαινε στο σανατόριο συντετριμμένος για να ξαναγεννηθεί μετά από  μια σύντομη παραμονή. Ο Κρεβέλ είχε γράψει έναν διθύραμβο για το έργο του Νταλί με τίτλο «Νταλί η ο αντι-αποκρυφιστής» και εκείνος του το ανταπέδωσε γενναιόδωρα «Η ζωή του ήταν ένα αδιάκοπο πηγαινέλα στα ψυχιατρεία». Έμπαινε συντριμμένος για να επιστρέψει ξαναγεννημένος, ανθηρός, ανανεωμένος, λαμπερός ευδιάθετος σαν μωρό, αλλά η φάση της αναγέννησης κρατούσε πολύ. Κάπνιζε όπιο, συντρίφτηκε από ηθικά, αισθητικά, ιδεολογικά προβλήματα και τότε «παραδίνεται στο έλεος της  αγρύπνιας και των λυγμών».

«Κοιτάζει τους μανιοκαταθλιπτικούς καθρέφτες του διεφθαρμένου και προυστικού Παρισιού και εξομολογείται «καλύτερα να πεθάνω παρά να εξακολουθήσει αυτή η κατάσταση έστω και για μια μέρα».

«Υπάρχουν υπερβολικά πολλοί εχθροί για να νικήσω κάποιον από αυτούς» το «Σώμα μου κι εγώ». Εντούτοις αναγγέλλω πάλι: «Λίβελος ενάντια στον εαυτό μου» προσθέτω… και ενάντια σε μερικούς άλλους».

«Η ευφυΐα τη μέρα, τα όνειρα τη νύχτα. Η ευφυΐα μου ξέρει ότι η νύχτα αξίζει καλύτερα από τη μέρα, διότι η μέρα δεν έκανε τίποτα από το να καταστρέψει και να πεισμώσει ενάντια σ’ αυτό που, χωρίς να το διαπιστώσει η νύχτα είχε χτίσει για τη χαρά και τη θλίψη».