Πλησίον της Κεντρικής Λεωφόρου

Μια εικόνα έχει κλέψει την καρδιά μου τις τελευταίες ημέρες. Την αποζητώ μάλιστα συχνά στους ρεμβασμούς, έτσι σαν μια εύθραυστη συγκίνηση που με εισάγει μυστικά στην ατμόσφαιρα του καλοκαιριού. Νυχτερινές ώρες σε κάποιες παρόδους της Πατησίων, τα φυλλώματα των υπερήλικων δένδρων γέρνουν και σκεπάζουν τις ξεθωριασμένες προσόψεις των νεοκλασικών σπιτιών. Εκεί, κάτω από ένα θαμπό φωτισμό υπάρχει αρκετός χώρος για να συναντήσω τη χαρά σε πληθυντικό αριθμό. Φυτρώνει ο ανθός μιας ελαφριάς περπατησιάς στα ραγισμένα πλακάκια. Δεν θυμίζει αυτό το πεζοδρόμιο άλλη μια εικόνα καταστροφής.

Η Πατησίων και οι γειτονιές γύρω από την πλατεία Αμερικής μοιάζουν με ανακαινισμένες αυλές, που διώχνοντας την κατήφεια του χειμώνα αν και φτωχικά στολισμένες, έχουν ακόμη κρυφές χάρες στις οποίες θα ήθελαν να σε ξεναγήσουν. Δεν διακρίνω ίχνη ζωής, μόνο ένας αχνός φωτισμός πίσω από τα ρολά των παραθύρων ξεπροβάλλει. Κάποια σπίτια είναι ακατοίκητα. Παραδόξως αυτό ευφραίνει την ψυχή και με κάνει λιγότερο ανυπόμονο. Παραιτούμαι, δηλαδή, από την βασανιστική πρόκληση να παραμονεύσω ώστε να γνωρίσω τους ανθρώπους εντός τους. Μονολογώ χωρίς να καταλήγω σε κάποιο συμπέρασμα, πιθανώς το ίδιο ενοχλητικό με το δίλημμα που σε κρατά ξάγρυπνο για νύχτες. Τους ανθρώπους που ήλπιζα για χρόνια να συναντήσω έστω με την συνδρομή της τύχης, ούτε αυτή τη φορά μάλλον θα δω να ξεπροβάλλουν από τις πόρτες αυτών των σπιτιών. Απομένει μόνο το απαλό άγγιγμα των διαδοχικών εικόνων. Αναλαμβάνουν να εξομαλύνουν την ένταση των στενάχωρων συλλογισμών, γνωρίζοντας ότι δεν είναι αυτή η αρμοδιότητά τους. Χαϊδεύουν το μαλακό υπογάστριο της συγκίνησης καθώς ο περίπατος συνεχίζεται. Ωστόσο τα ερεθίσματα μεταφέρονται αδιαμαρτύρητα, όπου τα βήματα με πηγαίνουν. Ό,τι νιώθω με βοηθά να σταθώ όσο πιο ανακουφιστικά απόμακρος είχα θελήσει και δεν είχα καταφέρει να γίνω έως τώρα στην ζωή μου…