Ο Κος Πενθήμερος, 35.[1-34] Ο Κος Πενθήμερος σε μια κυρία

Ήμουν εκείνος ο μονήρης καθημερινός τύπος στο γραφείο. Επί χρόνια. Πέντε μέρες τη βδομάδα. Ο ίδιος πάντα. Οι άνθρωποι είμαστε πλάσματα της συνήθειας. Δεν είχα κανένα προορισμό, κανένα σχέδιο. Ο θεός έχει σχέδιο, εμείς γιατί να έχουμε.

Πήγαινα λοιπόν στο γραφείο. Πέντε μέρες τη βδομάδα. Τα Σαββατοκύριακα δεν υπήρχαν για μένα, ούτε και οι αργίες.

Και μια ωραία πρωία απολύθηκα. Μάλιστα κυρία μου. απολύθηκα!

Δεν το χώραγε το μυαλό μου. Ούτε γι αστείο. Ουδέποτε είχα φανταστεί εμένα χωρίς να πηγαίνω κάθε πρωί στο γραφείο. Δεν μπορούσα να συνεχίσω. Δεν μπορούσα να ζήσω. Δεν υπήρχαν οι μέρες της εβδομάδας. Δεν υπήρχα κι εγώ. Χωρίς πενθήμερο δεν υπήρχε ούτε Κος Πενθήμερος. Ποιος ήμουν τώρα; Κανείς.

Έτσι ξανάγινα αυτός που ήμουν πριν τον Κο Πενθήμερο. Ο Τηλέμαχος. Όχι ο Μάχος, όπως με φώναζε η μαμά. Ο Τηλέμαχος ο γιος του Οδυσσέα, που εξαφανίστηκε μόλις γεννήθηκα. Η μαμά έλεγε πως κι αυτόν Τηλέμαχο τον λέγανε και ουδέποτε μου είπε τίποτ’ άλλο γι αυτόν.

Ένα βράδυ στη διάρκεια της αφόδευσης ανακάλυψα τα βιβλιαράκια της εφημερίδας Κραυγή: Η ιστορία του σουρεαλισμού. Τότε ήταν που είδα το όνειρο του Κούμπιν και η πραγματικότητα χάθηκε μονομιάς, κι ας την εμπιστευόμουν σ’ όλο μου το βίο.. Ύστερα θυμάμαι βρέθηκα στο Χωριό μου το Παρίσι μαζί με τον κύριο Αραγκόν και τον κύριο Νίκο Εγγονόπουλο που είχε μεταφράσει κι ένα ποίημα του Τζαρά. Έζησα το Μακελειό του πρώτου Πολέμου πλάι στον Σελίν. Ανοίχτηκα στα βαθιά με τη βάρκα του Μαγιακόφσκι. Αυτός πνίγηκε, εγώ βγήκα στην ακτή στεγνός. Ο Γιαννόπουλος με τράβηξε μαζί του στο βυθό, αλλά εγώ του ξέφυγα και ανέβηκα στον αφρό, γιατί έπρεπε να χαστουκίσω το κοινό γούστο παρέα με τον Χλέμπνικωφ. Γνώρισα τον Τζαρά στο καμπαρέ Βολταίρ και είδα τον Λένιν από μακρυά. Διασκέδασα με τα παιχνίδια του Νταντά στο καμπαρέ ώσπου πνίγηκε στο Σηκουάνα μαζί με τον μηδενισμό του και τις κατεδαφίσεις του.

Τότε γνώρισα τον κύριο Μπρετόν. Η ομορφιά του με τύφλωσε. Η μεγαλοσύνη του κόντεψε να με συντρίψει. Για μένα ήταν η στιγμή της αποκάλυψης. Πολύ αργότερα άρχισα να συνέρχομαι μετά από κείνα τα γελοία σκάνδαλα με το ‘Πτώμα’ του Ανατόλ Φρανς, τη δίκη του Μπαρές και τις διαγραφές των συντρόφων.

Ταξίδεψα από τη Σαρλβίλ στο Παρίσι χαϊδεύοντας πλάι μου τον Ρεμπώ. Για είκοσι οκτώ ολόκληρες νύχτες άκουγα τον Ισίδωρο Ντυκάς να μου διαβάζει τα παραληρηματικά 'Ασματά του. Διάβασα και ξαναδιάβασα τα Μανιφέστα. Την Άμωμη σύλληψη, Την Πρωτεύουσα της οδύνης. Τη Νατζά την ακολούθησα μαζί με τους Μπρετόν, Ελυάρ, Κρεβέλ, Μπατάιγ, Φρόυντ. Είδα τα  όνειρα των άλλων. Καβάλησα τον Ανδαλουσιανό σκύλο. Τις Ιστορίες Μαύρου χιούμορ τις ξεκοκάλισα. Κυνήγησα μύγες με τον Ζαρρύ πυροβολώντας τες με το ρεβόλβερ του. Συνάντησα τον Λακάν, μου φάνηκε δύσβατος. Ερωτεύθηκα τον Λόρκα και θρήνησα μαζί του για τον Ιγνάθιο …

 

Αυτά είχα να πω, ως εδώ, κυρία μου. Κι αν θέλετε με πιστεύετε, αλλιώς πηγαίνετε στο γραφείο σας - αν έχετε βέβαια τέτοιο πράμα στις μέρες μας…