Ο Κος Πενθήμερος, 34.Ο Λακάν, ο Κρεβέλ, ο ναρκισσισμός...

Μια σειρά ταινιών που γυρίστηκαν  από τον Μαν Ραίη, τον Κοκτώ, τον Ρενέ Κλαίρ κ.ά. έφεραν ξανά στο προσκήνιο το κίνημα μετά τη μεγάλη κρίση που είχε υποστεί. Τα σκάνδαλα και τα σουρεαλιστικά παιχνίδια έκαναν τη ρουλέτα της τύχης να γυρίσει υπέρ τους. Ήταν πάντα αναγκαία για να πραγματοποιηθεί η ρήξη.

Ωστόσο ο Μάριος Μαρκίδης σ’ ένα σπαρταριστό άρθρο του με τίτλο «Η ποίηση ξέρει πιο πολλά από την ψυχανάλυση» έγραφε:

«Όταν ο Φρόυντ έλεγε πως βλέπει στους σουρεαλιστές πολλή ενσυνείδητη λειτουργία με ελάχιστο ασυνείδητο, δεν είχε ίσως σκοπό να τους θίξει: αν η παρατήρησή του τους οδήγησε στη φαντασίωσή τους, δεν πρόσεξαν ότι κατά βάθος τους κολάκευε σαν ποιητές. Η ποίηση χρειάζεται πράγματι πολλή συνειδητή προσπάθεια, η «βυθοκόρος των ονείρων» δεν βγάζει της προκοπής ποίημα παρά μόνο όταν πιάσει το τιμόνι ο τεχνίτης.»

Αλλά το θέμα που θίγει εδώ ο ποιητής δοκιμιογράφος και ψυχαναλυτής είναι πολύ μεγάλο και είναι ακόμα κομματάκι πρόωρο για τον μόλις αναγεννημένο Kο Πενθήμερο ο οποίος που και που αρχίζει να θυμάται το βαφτιστικό του όνομα –έτσι όπως το ΄χε μεταποιήσει η μητέρα του, η οποία είχε κρατήσει το δικό της ακέραιο φυσικά και ήταν πολύ ευχαριστημένη άλλωστε, που κατάφερε να ευνουχίσει δύο κι όχι έναν Τηλέμαχο. Με τον δεύτερο βλέπουμε ότι δεν τα κατάφερε ως το τέλος, επειδή εκείνη έφυγε νωρίς μη κατανοώντας παρά μόνο το δικό της εγώ και δοξολογώντας μόνο το δικό της ναρκισσισμό οδηγούμενο από τη δική της λίμπιντο.Κι αφού μπήκαμε στα ιδιαίτερα ολισθηρά χωράφια της ψυχανάλυσης που μπορεί να είναι κίτρινα όπως έλεγε ο Λόρκα στον Μπουνιουέλ ο οποίος δολοφονήθηκε στην αρχή του Ισπανικού Εμφυλίου από τους φασίστες –ή πράσινα– άλλο ένα χρώμα που αγαπούσε και δόξασε ποιητικά ο ίδιος ή σκοτεινιασμένα όπως εκείνα τα πεδία στα υπόγεια των Lost ones του Σάμιουελ Μπέκετ όπου ήταν –και είναι υποθέτω– πολύ στενά για νάναι το πέταγμα ματαιόδοξο ας ακούσουμε μια ανάλυση του Ζακ Λακάν, ο οποίος μόλις είδε τα έργα που είχε φιλοτεχνήσει ο Σ. Νταλί και διάβασε την «παρανοϊκοκριτική» του τον επισκέφθηκε με τη διατριβή του: «Σχετικά με την παρανοϊκή ψύχωση και τις σχέσεις της με την προσωπικότητα» (1932) για να τον συμβουλευτεί επί του θέματος. Δηλαδή ένας επιστήμονας (ψυχίατρος και ψυχαναλυτής) εμπιστεύθηκε τα όνειρα και τα έργα ενός καλλιτέχνη.

 Αυτό ήταν και το εισιτήριο του εξαιρετικά δυσπρόσιτου Λακάν στη σουρεαλιστική Εκκλησία.

lacan-by-david-levine

    Θα μεταφέρουμε το απόσπασμα αυτούσιο από το βιβλίο του Ζαν-Μισέλ Παλμιέ «Λακάν» (Νεφέλη 1983 μτφρ. Κωστή Παπαγιώργη):

«Ας πάρουμε για παράδειγμα ένα παιδί που ζητάει ένα γλύκισμα. Επιφανειακά φαίνεται ότι πρόκειται για μιαν ανάγκη ενώ τις περισσότερες φορές κρύβει μιαν αίτηση αγάπης που απευθύνεται στη μητέρα του να του εκδηλώσει καί να του βεβαιώσει τον έρωτά της. Η μητέρα μπορεί να του αρνηθεί το γλύκισμα και να ικανοποιήσει την αίτησή του αγκαλιάζοντάς το, μπορεί επίσης να ικανοποιήσει την ανάγκη του δίνοντάς του μια φούχτα καραμέλες και να παραγνωρίσει τη θεμελιακή αίτηση που βρισκόταν εκφρασμένη πίσω από την ανάγκη.

  Έτσι η αίτηση παραγνωρίζεται πάντα. Προλαβαίνουμε τις ανάγκες του παιδιού, ωστόσο δεν δίνουμε προσοχή σε αυτή την αίτηση αγάπης που μας απευθύνει. Συνεπώς, το μόνο που μπορεί να κάνει το παιδί είναι να αρνηθεί την τροφή με την οποία το μπουκώνουμε για να αναγνωριστεί η αίτηση του. Έτσι αρχίζει αυτό πού ονομάζεται συνήθως «διανοητική ανορεξία» και συχνά καταλήγει στην αυτοκτονία».

  Ο Ορέστης Κανελλής μετέφρασε πρώτος στην Ελλάδα το 1938 σ’ ένα τομίδιο των εκδόσεων Γκοβόστη με τίτλο Υπερρεαλισμός Α΄ ένα απόσπασμα από το «Σώμα μου κι εγώ» του Ρενέ Κρεβέλ:

  «Ποιος γρατζούνισε την αυγή; «Έφυγε το παιδί που ξέρει να χορεύει και ν’ αρέσει και είναι νεκρή η μαγεία που μας έβαλε σε πειρασμό. «Η ζωή μας θά 'χει χρώμα κούρασης κρύου».

   «Φίλησα όλα τα στόματα για νά 'μαι σίγουρος ότι δεν είχα πια πόθο ούτε αηδία. Ανάμεσα σε δύο ποτά κατέστρωσα επιχειρήσεις, άρθρα γι’  αύριο. Σχεδίασα μια περιπέτεια.»

  Αμάρτησα λοιπόν που βλέπω τον εαυτό μου και υποφέρω από μια τέτοια αηδία κοιτάζοντας τον εαυτό μου: «Είναι ένα αμάρτημα να γνωρίζεις πολύ τον εαυτό σου».

  «Πήτε στους ανθρώπους πως είμαι ευτυχισμένος. Πήτε στους ανθρώπους ότι τουλάχιστον για μια στιγμή ξέφυγα από τη σφαίρα της αναμονής. Δεν συνθηκολόγησα με την αγωνία και γι’ αυτό η σιωπή μου πλέχτηκε με χαρά, αλλά τώρα το κεφάλι μου ξανάγινε από μολύβι ζητά τη γήϊνη γλύκα ενός μαξιλαριού.

Ο Ρενέ Κρεβέλ

Ο Ρενέ Κρεβέλ

  

Ο Ρενέ Κρεβέλ ζήτησε ένα μαξιλάρι να γύρει το κεφάλι όπου βάρυνε σα μολύβι. Δεν κρεμάστηκε στο ταβάνι από τον πολυέλαιο όπως ο πατέρας του αυτοκτόνησε με μια σφαίρα. Αφού δε συμμάχησε ούτε με τον κόσμο, ούτε με τον εαυτό του, αφού λιβελλογράφησε εναντίον του εαυτού του και αλλήλων, «υπήρξε θύμα του περιβάλλοντος και της εποχής» όπως έλεγε ο έλληνας αυτόχειρας της Πρέβεζας. Δε συμμορφώθηκε με την αφωνία. Δεν ήταν ελάσσον- γιατί nixil minor, όπως υποστήριζε ο κριτικός του αυτόχειρα της Πρέβεζας Τέλλος Άγρας που σκοτώθηκε από αδέσποτη σφαίρα στα Δεκεμβριανά. Δεν ξέρω αν ο Κρεβέλ έψαχνε το ανέφικτο, το ανέκφραστο, το άφατο. Μπορεί –γιατί ακόμα και αν υπάρχουν ελάσσονες καλλιτέχνες- αν το δεχτούμε σαν υπόθεση- οι ζωές των ανθρώπων δεν χωρίζονται σε μείζονες και ελάσσονες. Ο Ρενέ Κρεβέλ έψαχνε τη χαμένη εφηβική του αθωότητα. Προσπαθούσε να θυμηθεί ποιος ήταν πριν δει το σώμα του πατέρα να κρέμεται από τον πολυέλαιο. Αλλά αθωότητα δεν υπάρχει σ’ αυτόν τον κόσμο, ούτε στις ζωές των ανθρώπων. Στην περίπτωσή του συνέβη ό,τι δεν έπρεπε να συμβεί.  «Τα παιδιά δεν πρέπει να μεγαλώνουν πριν από τον καιρό τους», λέει ο εξ Ελμπασάν ορμώμενος και του Τζαρά μεταφραστής –τον συναντήσαμε ήδη, θα τον ξανασυναντήσουμε στη συνέχεια, Κος Νίκος Εγγονόπουλος, ο οποίος διαρρήδην κραύγαζε: «Είθιστε να δολοφονούν τους ποιητάς».

  Αυτό έγινε. Σκότωσαν τον Κρεβέλ, αυτοκτόνησαν τον Αρτώ, έπνιξαν τον Ριγκώ, κρέμασαν τον Νερβάλ, τον Ζακ Βασέ, σύντριψαν τη βάρκα του Μαγιακόσφσκι σκότωσαν τον έρωτά του για την επανάσταση, ο θάνατος ήρθε και είχε τα μάτια της όπως είπε ο αυτόχειρας του Τορίνο Τσέζαρε Παβέζε, συντρίψανε τον Στέφαν Τσβάιχ και αυτοκτόνησε μαζί με την άρρωστη γυναίκα του σε ξενοδοχείο στη Βραζιλία-όπου είχε καταφύγει-, το ’41. Ο Πρίμο Λέβι έπεσε στα 76 του στο φρεάτιο του ασανσέρ αφού  «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος»  δεν άντεξε να είναι ένας επιπλέον, ένας επιζών. Δεν είναι τυχαίο που ο Έλιοτ ανησυχούμε:

   «Χύνονταν στο γιοφύρι της Λόντρας τόσοι πολλοί

δεν τόξερα πως ο θάνατος είχε ξεκάνει τόσους πολλούς».

Η ανθρωπότητα ετοιμαζόταν για ένα ακόμη δαντικό ταξίδι. Ο στίχος δεν είναι του Έλιοτ αλλά του Δάντη– τον δανείζεται σχεδόν αυτούσιο ο Έλιοτ στην »Έρημη χώρα»–

«ένα ατέλειωτο πλήθος

Ανθρώπων, που δεν θα είχα ποτέ μου

                                                    Πιστέψει

Πως ο θάνατος είχε ξεκάνει τόσους πολλούς».

  Τα «Ταμπούρλα στη νύχτα» χτυπούν και κλιμακώνουν την ένταση. Τους ποιητές τους ξέκανε ο καιρός, ο κόσμος. Η πολιτεία ακυβέρνητη, ανυπόστατη βαδίζει στο χαμό της. Ο πόλεμος πλησιάζει. Αναπότρεπτα. Το φίδι του φασισμού εκκολάφθηκε και δηλητηρίασε λαούς και έθνη. Ο Σταβίσκυ, ο μεγαλοαπατεώνας   κλόνισε την εμπιστοσύνη του κόσμου στο κράτος Δικαίου. Ο κοινοβουλευτισμός κλονίστηκε και στη Γαλλία. Ο κόσμος τα έβαλε με τον τότε πρωθυπουργό Νταλαντιέ. Οι φασίστες απειλούσαν με εμφύλιο. Οι σουρεαλιστές αν και διαγραμμένοι οργανώθηκαν απέναντί τους.

Ολόκληρη τη δεκαετία του ’30 γυρίζει με την αυξανόμενη ταχύτητα της  ρουφήχτρας. Μοιάζουν με τους αναβάτες μοτοσικλέτας που στριφογυρίζουν στα τοιχώματα του βαρελιού του θανάτου. Χάνονται αρκετοί κι όχι μόνο στης Λόντρας το γεφύρι, όχι μόνο στο Σηκουάνα και στο Ρήνο.

  Κάποιοι, συνεχίζουν –αφού το τέλος βρίσκεται μες στην αρχή. Γι’ αυτό ας πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή. Ή το κουβάρι του χρόνου από εκεί που τ’ αφήσαμε κι ας το ξετυλίξουμε κι άλλο μέχρι η μπάλα πάνω στην οποία είναι τυλιγμένο να μείνει φαλακρή. Ως το ’39. Οπότε θα εκραγεί.

   Ο Κος Πενθήμερος είχε βαρύ κεφάλι. Τα είχε κοπανήσει διαβάζοντας, βλέποντας στο διαδίκτυο ένα ντοκιμαντέρ.Τον Καθημερινό φασισμό. Τον είδε τυλιγμένος σε μια κουβέρτα μια κρύα μέρα του φθινοπώρου. Ήταν άρρωστος. Είχε πυρετό. Το ντοκιμαντέρ του Μιχαήλ Ρομ του φάνηκε συγκλονιστικό. Δεν ήξερε αν τα δόντια του χτύπαγαν από τον πυρετό, τα ρίγη, αν ήταν από τη γρίπη ή από το θέαμα.

  Είδε σε μια δόση και τα 13 επεισόδια του Μπερλίν Αλεξάντερπλατς του συναρπαστικού μυθιστορήματος του Άλφρεντ Ντέμπλιν που γύρισε σε 13 επεισόδια ο σκηνοθέτης που έφτιαξε και το Φόβο που τρώει τα σωθικά ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, ο οποίος αυτοκτόνησε παίρνοντας βαρβιτουρικά –52  χρόνια αργότερα από την εποχή για την οποία  μιλάμε αφού έζησε και την χρονιά με τα 13 φεγγάρια. Ο Φασμπίντερ είχε κατηγορήσει την αγάπη σαν το «πιο ύπουλο και το πιο αποτελεσματικό εργαλείο κοινωνικής καταπίεσης» και είχε γυρίσει και την ταινία με τίτλο Η αγάπη είναι πιο κρύα από το θάνατο το 1969.

 Ο Φασμπίντερ δεν ήταν σουρεαλιστής και δεν συμμεριζόταν το πάθος του Μπρετόν για την αγάπη και την παραφορά. Ούτε είχε μια Έλσα να της μιλάει για τον έρωτά του σαν τον Αραγκόν, αν και παραδεχόταν πως δεν υπάρχει αγάπη ευτυχισμένη. Ο Φασμπίντερ δεν έζησε το ’30 αλλά μετά τον Β΄παγκόσμιο και μίλησε για την ντροπή της Γερμανίας γυρίζοντας την ταινία Αποστροφή.