Η Νύχτα

Το πρωί η Μανούλα του Αλεξέι Πετρόβιτς [1] χασμουριέται δυνατά- δυνατά! Ζήτω! Εμπρός! Ένα νέο πρωινό σκάει στο παράθυρο. Οι κάκτοι λάμπουν, τρεμοπαίζει το κουρτινάκι. Έκλεισε με κρότο η εξώπορτα του νυκτερινού βασιλείου. Οι δράκοι, οι νάνοι και τα τρομαχτικά ξωτικά χώθηκαν ξανά κάτω από τη γη. Η ζωή γιορτάζει, οι κήρυκες σαλπίζουν: Καινούργια μέρα! Καινούργια μέρα! Του-ρου-του-του-ου-ου!

Η Μανούλα γρήγορα-γρήγορα ξύνει με τα χέρια το μαδημένο κεφάλι της, κατεβάζει τα μελανιασμένα πόδια από το μεγάλο βάθρο του ύπνου. Ας κρεμαστούν για να μάθουν πώς είναι να σέρνουν όλη μέρα τα εκατόν τριάντα πέντε κιλά που μάζεψε η Μανούλα μέσα σε ογδόντα χρόνια.

Ο Αλεξέι Πετρόβιτς άνοιξε τα ματάκια, ο ύπνος γλιστράει σιγά σιγά από το σώμα και χάνεται από τη σκέψη. Στο σκοτάδι πετάει το τελευταίο κοράκι, οι νυχτερινοί επισκέπτες αφού μάζεψαν τα ανύπαρκτα, αμφιλεγόμενα σκηνικά τους, διέκοψαν το έργο για την επόμενη παράσταση. Ένα αεράκι αναρριπίζει γλυκά τη φαλάκρα του Αλεξέι Πετρόβιτς, η αξύριστη αγριότριχα τσιμπάει την παλαμίτσα. Είναι ώρα να σηκωθεί; Η Μανούλα θα το προστάξει. Η Μανούλα είναι τόσο φασαριόζα, μεγάλη, τεράστια κι ο Αλεξέι Πετρόβιτς τόσο μικρός. Η Μανούλα ξέρει, δεν την σταματάει τίποτε. Η Μανούλα είναι παντοδύναμη. Ό,τι πει πρέπει να γίνει. Ενώ αυτός είναι παιδί γεννημένο από μεγάλη μάνα, μικρό κουβαράκι, λάθος της φύσης, άγανο, άχρηστο περιτύλιγμα που προοριζόταν για την ανακύκλωση και τυχαία χώθηκε ανάμεσα στους υγιείς, όταν ο Σπορέας σκόρπιζε γενναιόδωρα στη γη τους γεμάτους δραστηριότητα σπόρους.

Μπορεί να σηκωθεί ή είναι νωρίς; Μην τσιρίζεις. Η Μανούλα εκτελεί την πρωινή ιεροτελεστία: φυσάει τη μύτη στο μαντηλάκι με θόρυβο, ανεβάζει στους στύλους των ποδιών της τις κάλτσες, τις στερεώνει στα πρησμένα γόνατα με άσπρες λαστιχένιες καλτσοδέτες. Στο τερατώδες στήθος της ορθώνεται ένας λινός μπούστος με δεκαπέντε κουμπάκια. Αν τα κούμπωνε από πίσω, θα της ήταν δύσκολο. Στη στέγη η Μανούλα θα βάλει ένα άσπρο σινιόν. Από το καθαρό ποτήρι της νύχτας θα αναδυθούν φρεσκαρισμένα τα δόντια. Η πρόσοψη της Μανούλας τιθασεύεται κάτω από το άσπρο, με κάθετες καμπύλες, μπλαστρόν που κρύβει τις κορδέλες στο πίσω μέρος του κτηρίου, κορδέλες που είναι σαν σκάλες και σκαλίτσες με εξόδους κινδύνου, και τέλος θα καλύψει όλο το μεγαλοπρεπές οικοδόμημα με ένα συμπαγές μπλε κάλυμμα. Το μέγαρο οικοδομήθηκε.

Όλα όσα κάνεις Μανούλα είναι καλά. Όλα είναι σωστά. Στο κοινό διαμέρισμα [2] ήδη έχουν ξυπνήσει. Καταπιάνονται με διάφορες μικροδουλειές, άρχισαν να μιλάνε όλες οι Γυναίκες και οι Άνδρες. Χτυπούν πόρτες, τρέχουν νερά, ακούγεται θόρυβος  πίσω από τον τοίχο. Το πρωινό καράβι ξυπνάει, κατεβαίνουν από τις κουκέτες ενώ σχίζει το γαλάζιο νερό, ο αέρας φουσκώνει τα πανιά, οι στολισμένοι ταξιδιώτες γελώντας κουβεντιάζουν στην κουπαστή. Ποια νέα γη βρίσκεται μπροστά;

Στο τιμόνι η Μανούλα, στη γέφυρα η Μανούλα, στο ψηλό κατάρτι η Μανούλα κοιτάζει με προσοχή το αστραφτερό ρυτίδωμα του νερού.

-Αλεξέι, σήκω! Ξυρίσου, πλύνε τα δόντια, πλύνε τα αυτιά! Πάρε καθαρή πετσέτα. Να βιδώσεις το καπάκι της οδοντόπαστας! Τράβα το καζανάκι, μη το ξεχάσεις. Και μην αγγίξεις τίποτα εκεί, ακούς;

Καλά, καλά, Μανούλα. Πόσο σωστά τα λες. Πώς όλα γίνονται αμέσως κατανοητά, πώς ανοίγονται οι ορίζοντες, πόσο ασφαλές είναι το ταξίδι με τον έμπειρο καπετάνιο! Ξεδιπλωμένοι παλιοί χρωματιστοί χάρτες, δρομολόγια σημειωμένα με κόκκινες κουκίδες, χάρτες που πάνω τους φαίνονται καθαρά οι κίνδυνοι: να εδώ ένα φοβερό λιοντάρι και σε αυτή την παραλία ένας ρινόκερος, εκεί μια φάλαινα ξεφυσάει ένα παιχνιδιάρικο σιντριβάνι και πέρα έξω είναι η πιο επικίνδυνη, η μεγαλομάτα Γοργόνα με την ουρά, η γλιστερή, η μοχθηρή, η εκμαυλιστική.

Τώρα ο Αλεξέι Πετρόβιτς θα πλυθεί, θα συγυριστεί. Η Μανούλα θα περάσει να διαπιστώσει αν λέρωσε εκεί για να μη θυμώσουν πάλι οι συγκάτοικοι και μετά θα πάει για μαμ! Τι ετοίμασε σήμερα η Μανούλα; Για το μπάνιο πρέπει να διασχίσεις την κουζίνα. Οι γερόντισσες μουρμουρίζουνε κοντά στο ζεστό μάτι, βράζουν δηλητήρια σε δοχεία, προσθέτουν ρίζες παράξενων φυτών, συνοδεύουν με άσχημα βλέμματα τον Αλεξέι Πετρόβιτς. Μανούλα! Μη με πειράξουν!

Πιτσίλισε λιγάκι το πάτωμα. Ωχ!

Στο διάδρομο υπάρχει κιόλας κόσμος. Άνδρες και Γυναίκες φεύγουν, θορυβούν, ελέγχουν κλειδιά, πορτοφόλια.

Η γωνιακή πόρτα με τα ματ τζάμια είναι ανοιγμένη διάπλατα. Στο κατώφλι στέκεται η θρασύτατη Γοργόνα. Χαμογελάει, κλείνει το μάτι στον Αλεξέι Πετρόβιτς. Στέκει λοξά, ξεφυσάει Καπνό σαν φουγάρο, δείχνει το Πόδι, στήνει παγίδα: δεν θέλεις να πιαστείς, ε; Αλλά η Μανούλα θα τον σώσει, έρχεται με ταχύτητα σαν ατμομηχανή, χτυπούν οι κόκκινοι τροχοί, σφυρίζει: κάντε στην άκρη!

-Ξετσίπωτη μουσούδα! Σου λέω φύγε! Αχόρταγη… ακόμα και σε άρρωστο κολλάς!

-Χα, χα, χα!  (Δεν φοβάται η Γοργόνα).

Γίνε καπνός –στο δωμάτιο. Ού-ουφ-φ-φ, σώθηκε. Γυναίκες. Πολύ τρομαχτικό. Γιατί υπάρχουν δεν είναι ξεκάθαρο αλλά είναι πολύ ανησυχητικό. Περνούν δίπλα, κάπως μυρίζουν… και έχουν Πόδια. Στον δρόμο υπάρχουν πάρα πολλές, και σε κάθε σπίτι, και σε τούτο, και στο άλλο και σ’ εκείνο, πίσω από κάθε πόρτα έχουν κρυφτεί και παραμονεύουν, κάτι κάνουν, σκύβουν, χασομερούν, γελούν πνιχτά μες τις χούφτες τους. Ξέρουν, αλλά δεν το λένε στον Αλεξέι Πετροβιτς. Να που τώρα κάθεται στο τραπέζι και θα σκεφτεί για τις Γυναίκες. Μια φορά η Μανούλα τον πήρε μαζί της στην πόλη, στην πλαζ. Εκεί υπήρχανε πολλές. Υπήρχε … μια τέτοια νεράιδα με κατσαρά μαλλιά … σαν σκυλάκι… του άρεσε του Αλεξέι Πετρόβιτς. Πλησίασε κοντά και άρχισε να την κοιτάζει.

-Άντε, τι κοιτάζεις; -φώναξε η νεράιδα. Χάσου από δω, βλαμμένε!

Η Μανούλα μπήκε με την κατσαρόλα. Κοίταξε μέσα. Είχε λουκάνικα Φραγκφούρτης. Χάρηκε. Η Μανούλα τοποθετεί, μετακινεί, σκουπίζει. Το μαχαιράκι πέφτει από τα δάχτυλα, πέφτει στο πλάι, στον μουσαμά.

-Στο χέρι, πάρε το λουκάνικο στο χέρι!

Αχ! Μανούλα, αστέρι οδηγέ! Είσαι χρυσή! Όλα τα τακτοποιείς! Είσαι σοφή! Ξεμπερδεύεις όλα τα κουβάρια! Όλα τα δρομάκια, όλους τους λαβύρινθους του ακατανόητου, στον αδιάβατο κόσμο επιτίθεσαι με δυνατό χέρι, τα κάνεις όλα λεία, επίπεδα, σαν πλατιούλα! Κάνε και πάλι ακόμα ένα βήμα με θάρρος! Μα παρακάτω γίνεται και πάλι χαμός.

Ο κόσμος που βρίσκεται στο μυαλό του Αλεξέι Πετρόβιτς για εκείνον είναι πραγματικός. Εκεί είναι όλα δυνατά. Αλλά ο εξωτερικός κόσμος του φαίνεται ανόητος, αντικανονικός. Και είναι πολύ δύσκολο να θυμάται ποιο είναι το καλό και ποιο είναι το κακό. Αυτοί εκεί έξω έβαλαν κάποιους Κανόνες και τους έγραψαν. Οι Κανόνες είναι φρικιαστικά δύσκολοι. Οι άλλοι έχουν καλή μνήμη. Αυτός όμως δυσκολεύεται με τους ξένους Κανόνες.

Η Μανούλα έβαλε καφέ. Ο καφές έχει Άρωμα. Θα τον πιεις και παίρνεις το Άρωμά του. Γιατί να μην μπορείς να σουφρώνεις τα χείλη, να αλληθωρίζεις τα μάτια προς το στόμα και να μυρίζεις τον εαυτό σου; Να γυρνούσε η Μανούλα προς την άλλη!

-Αλεξέι, συμπεριφέρσου σωστά!

Μετά το φαγητό καθαρίζουν το τραπέζι, τοποθετούν κόλλα, χαρτόνι, βάζουν ψαλίδι και η Μανούλα δένει μια ποδιά στον λαιμό του Αλεξέι Πετρόβιτς. Θα κολλάει κουτάκια. Θα κάνει εκατό κομμάτια. Θα τα πάνε στο φαρμακείο. Θα πάρουν λεφτουδάκια. Του Αλεξέι Πετρόβιτς του αρέσουν πολύ αυτά τα κουτάκια, με λύπη τα αποχωρίζεται. Θέλει να τα κρύψει χωρίς να τον καταλάβει, να κρατήσει έστω και μερικά, αλλά η Μανούλα με γερακίσιο μάτι τον παρακολουθεί και του τα παίρνει.

Και μετά ξένοι άνθρωποι τα παίρνουν από το φαρμακείο, τρώνε από μέσα τα λευκά μπαλάκια και τα κουτάκια τα σχίζουν και τα πετάνε! Τα πετάνε απευθείας στους κάδους απορριμμάτων, τα πετάνε ακόμα και στο διαμέρισμα, στον σκουπιδοτενεκέ της κουζίνας είδε ένα τέτοιο κουτάκι ξεσκισμένο, λερωμένο και με αποτσίγαρο μέσα! Τέτοιες στιγμές ο φοβερός θυμός του ξεχειλίζει, ένα μαύρο βλέμμα αστράφτει στα μάτια του Αλεξέι Πετρόβιτς, του πετάγονται τα σάλια, χάνει τα λόγια του, τα μάτια του πετάνε φλόγες, μπορεί να σε στραγγαλίσει, να σε κάνει κομματάκια! Ποιος το έκανε αυτό; Ποιος τόλμησε να το κάνει αυτό; Βγες, άντε! Ανασηκώνει τα μανίκια: πού είσαι; Η Μανούλα τρέχει, τον ηρεμεί, απομακρύνει τον εξαγριωμένο Αλεξέι Πετρόβιτς, παίρνει το μαχαίρι, αρπάζει το σφυρί από τα σπασμωδικά σφιγμένα δάχτυλα. Τότε οι Άνδρες και οι Γυναίκες φοβούνται και κάθονται ήσυχα, χώνονται στα δωμάτιά τους.

Ο ήλιος μετακινήθηκε σε άλλο παράθυρο. Ο Αλεξέι Πετρόβιτς τελείωσε τη δουλειά. Η Μανούλα κοιμήθηκε στην πολυθρόνα, κάθε τόσο ροχαλίζει, φουσκώνει και ξεφουσκώνει τα μάγουλα, σφυρίζει: πφ-σ-σ-σ-σ… ο Αλεξέι Πετρόβιτς ήσυχα ήσυχα παίρνει δύο κουτάκια, προ-σε-χτι-κά στις μύ-τες, ταπα-ταπ-ταπα-ταπ, πηγαίνει στο κρεβάτι και πάρα πολύ προ- σε-κτι-κά τα τοποθετεί κάτω από το μαξιλάρι. Τη νύχτα θα τα αγγίζει και θα τα μυρίζει. Πώς μυρίζει η κόλλα! Απαλά, ξινά, πνιγηρά, σαν το γράμμα «Φ».

Η Μανούλα ξύπνησε, ώρα για σεργιάνι. Κάτω, αλλά όχι με το ασανσέρ, από τη σκάλα, δεν πρέπει να κλειστεί στο ασανσέρ ο Αλεξέι Πετρόβιτς. Θα χτυπηθεί, θα αρχίσει να τσιρίζει σαν κουνελάκι. Αφού εσείς δεν το καταλαβαίνετε! Το ασανσέρ σε τραβάει από τα πόδια, σε σέρνει κάτω!

Η Μανούλα πλέει μπροστά, χαιρετάει τους γνωστούς. Σήμερα θα πάει τα κουτάκια: κρίμα. Ο Αλεξέι Πετρόβιτς στυλώνει πότε το ένα πόδι πότε το άλλο: δεν θέλει να πάει στο φαρμακείο.

Αλεξέι, βάλε τη γλώσσα μέσα!

Ο ήλιος έγειρε πίσω από τα ψηλά σπίτια. Τα γυαλιστερά τζάμια στα πάνω πατώματα λάμπουν ακόμα. Εκεί ζουν ξεχωριστοί άνθρωποι, όχι σαν κι εμάς. Πετάνε σαν λευκά περιστέρια φτερουγίζοντας από μπαλκόνι σε μπαλκόνι. Έχουν λείο φτερωτό στηθουράκι και ανθρώπινο πρόσωπο. Αν ένα τέτοιο πουλί που κάθεται στο κάγκελό σας σκύψει το κεφαλάκι και γουργουρίσει, τότε αν το κοιτάξεις στα μάτια θα ξεχάσεις την ανθρώπινη λαλιά κι εσύ ο ίδιος θα αρχίσεις να κελαηδάς πουλίσια, θα αρχίσεις να χοροπηδάς με τριχωτά ποδαράκια πάνω σε σιδερένια βέργα.

Πίσω από τον ορίζοντα, κάτω από τον γήινο δίσκο γύρισαν οι γιγάντιες ρόδες, τυλίγονται οι τερατώδεις ιμάντες, οι οδοντωτές ρόδες τραβούν τον ήλιο κάτω και στέλνουν το φεγγάρι επάνω. Η μέρα κουράστηκε, μάζεψε τα λευκά φτερά της, πετάει στη δύση, μεγάλη, με ρούχα απλωτά, κουνάει τα μανίκια, σκορπάει αστέρια, ευλογεί όσους περπατούν στην γη που αρχίζει να κρυώνει: καλή αντάμωση, καλή αντάμωση, αύριο πάλι θα ξανάρθω.

Στη γωνία πουλάνε παγωτά. Πεθύμησα πολύ ένα παγωτό! Οι Άνδρες και οι Γυναίκες –ιδιαίτερα οι Γυναίκες- σπρώχνουν στο τετράγωνο παραθυράκι λεφτουδάκια και παίρνουν παγωτό σε τραγανιστό κυπελλάκι. Γελούν. Πετούν κάτω ή κολλούν στον τοίχο τα στρογγυλά χάρτινα καπάκια, ανοίγουν το στόμα, γλύφουν με τις κόκκινες γλώσσες τη γλυκιά δροσιά που τσιμπάει σαν να έχει βελονίτσες.

-Μανούλα, παγωτό!

-Δεν κάνει. Έχεις το λαιμό σου.

Δεν κάνει, δεν κάνει. Αλλά το θέλω πολύ, πολύ! Πόσο φριχτά το θέλω! Αν είχα λεφτουδάκια όπως οι άλλοι οι Άνδρες και οι Γυναίκες, ασημένια, γυαλιστερά ή το κίτρινο χαρτάκι [3] που μυρίζει σαν ψωμί –και αυτό το παίρνουν στο τετράγωνο παραθυράκι! Όι, όι, όι, πόσο το θέλω! Όλοι μπορούν, σε όλους αυτούς δίνουν!

-Αλεξέι, μη στριφογυρίζεις το κεφάλι!

Η Μανούλα ξέρει καλύτερα. Θα ακούσει τη Μανούλα. Μόνο αυτή ξέρει το σωστό μονοπάτι στη ζούγκλα του κόσμου. Αν όμως κοιτούσε αλλού η Μανούλα;.. Να η πλατεία Πούσκιν.

-Μανούλα ο Πούσκιν ήταν συγγραφέας;

-Ναι.

-Κι εγώ θα γίνω συγγραφέας.

-Οπωσδήποτε θα γίνεις. Αν θέλεις θα γίνεις.

Και γιατί όχι; Το θέλει και θα γίνει. Θα πάρει χαρτάκι, μολύβι και θα γίνει συγγραφέας. Τώρα αυτό είναι αποφασισμένο! Θα γίνει συγγραφέας. Αυτό είναι καλό.

Τα βράδια η Μανούλα κάθεται στην άνετη πολυθρόνα, κατεβάζει τα γυαλιά στη μύτη και με βαριά φωνή διαβάζει:

 

Η θύελλα κρύβει τον ουρανό μ’ ομίχλη

κι ενώ στροβιλίζονται τούφες χιονιού,

πότε σαν θεριό ουρλιάζει,

πότε σαν παιδάκι κλαίει.[4]

 

Αυτό αρέσει φοβερά στον Αλεξέι Πετρόβιτς! Γελάει πλατειά αποκαλύπτοντας τα κίτρινα δόντια του, χαίρεται, χτυπάει τα πόδια.

 

Πότε σαν θεριό ουρλιάζει,

πότε σαν παιδάκι κλαίει.

 

Να! τα λόγια φτάνουν μέχρι το τέλος και μετά ξαναγυρίζουν και ξανά μέχρι το τέλος και γυρίζουν πάλι πίσω.

 

Ηθύε, λλακρύβει, τονούρα, νόμ’ο, μίχλη,

κιενώστρο, βιλίζον, ταιτού, φεςχιονιού!

πό, τεσάνθε, ριόου, ρλιάζει,

πό, τεσάν, παιδά, κικλαίει!

 

Πολύ ωραία! Να την πώς ουρλιάζει: ου-ου-ου-ου-ου!

-Ήσυχα, ήσυχα, Αλεξέι, ηρέμησε!

Όλος ο ουρανός σκεπάστηκε με άστρα. Είναι γνωστά στον Αλεξέι Πετρόβιτς: μικρές λαμπερές χαντρούλες που κρέμονται από μόνες τους στο μαύρο κενό. Όταν ο Αλεξέι Πετρόβιτς ξαπλώνει στο κρεβάτι και θέλει να αποκοιμηθεί, τα πόδια του από μόνα τους αρχινάν να μεγαλώνουν κάααατω… κάααατω… και το κεφάλι πάααανω… πάααανω… μέχρι τον μαύρο θόλο του ουρανού, όλο απάνω και λικνίζεται σαν κορφούλα δέντρου στη θύελλα και η αστέρινη άμμος τρίβεται στο κρανίο του. Ο δεύτερος Αλεξέι Πετρόβιτς, που είναι μέσα του όλο ζαρώνει, ζαρώνει, μικραίνει εξαφανίζεται σε παπαρουνόσπορο, σε μύτη βελόνας, σε μικρόβιο, σε τίποτα και αν δεν σταματήσει θα χαθεί εντελώς. Αλλά ο εξωτερικός γιγαντιαίος Αλεξέι Πετρόβιτς ταλαντεύεται σαν κατάρτι, μεγαλώνει και η φαλάκρα του τρίβεται στον νυχτερινό θόλο του ουρανού και δεν αφήνει τον μικρό Αλεξέι να χαθεί. Και αυτοί οι δύο Αλεξέι Πετρόβιτς είναι ένα και το ίδιο πράγμα. Και αυτό είναι κατανοητό, είναι σωστό.

Στο σπίτι η Μανούλα γδύνεται, γκρεμίζει το οικοδόμημα της ημέρας, φοράει κόκκινη ρόμπα, γίνεται πιο απλή, πιο ζεστή, πιο προσιτή. Ο Αλεξέι Πετρόβιτς θέλει να τον πάρει η Μανούλα αγκαλίτσα! Τι βλακείες είναι αυτές! Η Μανούλα πηγαίνει στην κουζίνα. Αργεί να έρθει. Ο Αλεξέι Πετρόβιτς σιγουρεύεται αν είναι στη θέση τους τα κουτάκια, μυρίζει τον μουσαμά του τραπεζιού, ξεμυτίζει στον διάδρομο. Η γωνιακή πόρτα όπου τα βράδια χασκογελούν οι καλεσμένοι της Γοργόνας είναι μισάνοιχτη. Φαίνεται το άσπρο κρεβάτι. Μα πού είναι η Μανούλα; Μπορεί να είναι εκεί; Ο Αλεξέι Πετρόβιτς ρίχνει ματιές προσεχτικά από το άνοιγμα. Κανένας. Μήπως η Μανούλα κρύφτηκε πίσω από τη ντουλάπα; Να μπω; Το δωμάτιο είναι άδειο. Στο τραπέζι της Γοργόνας υπάρχουν ανοιχτές κονσέρβες, ψωμί, ένα μισοφαγωμένο αγγούρι. Κι ακόμα ένα κίτρινο χαρτάκι και ασημένια στρογγυλά δισκάκια.[5] Λεφτά! Ν’ αρπάξει τα λεφτά, να το σκάσει από τη σκοτεινή σκάλα στους λαβύρινθους των δρόμων, να βρει το τετράγωνο παραθυράκι, εκεί που δίνουν γλυκά παγωμένα κυπελλάκια!

Ο Αλεξέι Πετρόβιτς τα αρπάζει, τα κουδουνίζει,  αναποδογυρίζει τα έπιπλα, τρέχει, χτυπάει την πόρτα δυνατά, αναπνέει βιαστικά και θορυβώδικα, σκουντουφλάει. Δρόμος. Σκοτάδι. Που να πάει; Από κει ή από δω; Τι έχει στη χούφτα; Λεφτά! Ξένα λεφτά! Τα λεφτά φαίνονται μέσα από τη μαλλιαρή γροθιά. Χώνει το χέρι στην τσέπη. Όχι, το ίδιο είναι, φαίνονται. Είναι ξένα λεφτά! Πήρε ξένα λεφτά! Οι περαστικοί γυρίζουν, ψιθυρίζει ο ένας στον άλλο: «Πήρε ξένα λεφτά!» οι άνθρωποι στριμώχτηκαν στα παράθυρα, σπρώχνουν ο ένας τον άλλο: «αφήστε με να τον δω! Πού είναι; Εκεί έξω! Έχει λεφτά! Αααα! Τα πήρες!» Ο Αλεξέι Πετρόβιτς τρέχει στο σκοτάδι. Ντιντινίζουν τα λεφτά στην τσέπη. Ολόκληρη η πόλη ξεχύθηκε στους δρόμους. Τα παραθυρόφυλλα ανοίγουν διάπλατα. Από κάθε παράθυρο τον δείχνουν με το χέρι, αστράφτουν τα μάτια, βγαίνουν μακριές κόκκινες γλώσσες: «Πήρε λεφτά! Αμολήστε τα σκυλιά!» Σφυρίζουν οι πυροσβεστικές, ξετυλίγονται οι μάνικες: πού είναι; Εκεί έξω! Κυνηγήστε τον! Παραδέρνει τρελαμένος από τον φόβο ο Αλεξέι Πετρόβιτς! Πέτα τα, βγάλτα, πέρα, πέρα! Νάτα, να! Πάτα τα! Πάτα τα! Να τα λειώωωω-σεις με τα πόδια! Να έτσι… εντάξει… Δεν αναπνέουν. Τα σκότωσε. Πέθαναν. Σκουπίστηκε στο πρόσωπο. Έτσι. Και τώρα προς τα πού; Είναι Νύχτα. Μυρίζει. Πού είναι η Μανούλα. Νύχτα. Μέσα στις μαύρες στοές [6] κάθονται σε σειρές οι λύκοι: περιμένουν. Θα φύγω προς τα πίσω με την πλάτη. Θα τους ξεγελάσω. Εντάξει. Πνίγομαι. Θα ξεκουμπωθώ… Θα τα ξεκουμπώσω όλα… Εντάξει. Τώρα; Περνάνε οι Γυναίκες που έχουν Πόδια. Γυρνάνε. Ρουθουνίζουν. Και α, έτσι! Τιιιιι; Εμένα; Εγώ είμαι ο λύκος! Συνεχίζω να φεύγω προς τα πίσω με την πλάτη!!! Αχά! φοβήθηκαν; Τώρα θα σε προφτάσω, θα σε αρπάξω να δούμε τι είναι αυτά τα Πόδια! Ρίχνεται μπροστά. Φωνή. Α-α-α-α! χτυπήματα. Μη χτυπάτε. Οι Άνδρες μυρίζουν Καπνό, χτυπούν στο στομάχι, στα δόντια! «Μη!.. Άστον, παράτα τον, δεν τον βλέπεις; … Πάμε.»

Ο Αλεξέι Πετρόβιτς ακούμπησε στο λούκι, φτύνει μαύρο αίμα, κλαψουρίζει. Μικρός, μικρός, μόνος, χάθηκε στον δρόμο, από λάθος ήλθε σ’ αυτό τον κόσμο! Φύγε από δω, δεν είναι για σένα! Με δυνατό αναφιλητό κλαίει ο Αλεξέι Πετρόβιτς, ανασηκώνοντας στον ουρανό το παραμορφωμένο πρόσωπο.

Μανούλα, Μανούλα, πού είσαι; Μανούλα, ο δρόμος είναι μαύρος, σωπαίνουν οι φωνές, τα μονοπάτια οδηγούν στο πηχτό έλος! Μανούλα, κλαίει το μωράκι σου, πεθαίνει, το μοναχοπαίδι, το πολυαναμενόμενο, το πολυπόθητο!..

Η Μανούλα τρέχει, η Μανούλα λαχανιάζει, απλώνει τα χέρια, φωνάζει, τον αρπάζει, τον τραβάει στο στήθος, τον ψάχνει, τον φιλάει. Η Μανούλα ξεσπάει σε λυγμούς –τον βρήκε, τον βρήκε!

Η Μανούλα οδηγεί κάτω από το χαλινάρι τον Αλεξέι Πετρόβιτς στο ζεστό λαγούμι, κάτω από τη λευκή φτερούγα της.

Σκουπίστηκε το πρησμένο πρόσωπο. Ο Αλεξέι Πετρόβιτς κλαίει με αναφιλητά στο τραπέζι με την ποδιά περασμένη στον λαιμό.

-Θέλεις αυγουλάκι μελάτο; Αυγουλάκι νερουλό;

Ο Αλεξέι Πετρόβιτς γνέφει με το κεφάλι: ναι, θέλω. Χτυπάει ρυθμικά το ρολόι του τοίχου. Ηρεμία. Νόστιμο ζεστό γάλα, μαλακό, σαν το γράμμα «Ν». Κάτι ξεκαθαρίζει στο μυαλό του. Ναι. Θα ήθελε…

-Μανούλα, δώσε μου χαρτί και μολύβι! Πιο γρήγορα! Θα γίνω συγγραφέας!

-Θεέ μου! Δυστυχία μου! Μα τι λες… Άντε, μην κλαις, ησύχασε, θα σου δώσω. Περίμενε, πρέπει να φυσήξεις τη μύτη σου.

Άσπρο χαρτί, μυτερό μολύβι. Γρήγορα, γρήγορα για να μην τα ξεχάσει μετά! Όλα τα ξέρει, κατάλαβε τον κόσμο, κατάλαβε τον Κανόνα, ξεκαθάρισε τη μυστική σχέση των γεγονότων, κατανόησε τους νόμους που συνδέουν εκατομμύρια κομμάτια σκόρπιων πραγμάτων! Μια αστραπή φωτίζει το μυαλό του Αλεξέι Πετρόβιτς! Ταράζεται, γρυλίζει, πιάνει το φύλλο, σπρώχνει με τον αγκώνα τα ποτήρια και με μεγάλη έκπληξη -ακόμα και γι’ αυτόν τον ίδιο- εξαιτίας αυτής της χαρούμενης ανανέωσης, βιαστικά, με μεγάλα γράμματα γράφει τη μόνη αλήθεια που μόλις κατέκτησε: «Νύχτα, Νύχτα, Νύχτα, Νύχτα, Νύχτα, Νύχτα, Νύχτα, Νύχτα, Νύχτα, Νύχτα» [7].

 

Μετάφραση: Ελένη Κατσιώλη

 

Η Τατιάνα Νικίτιτσνα Ταλστάγια γεννήθηκε στο Λένινγκραντ. Είναι εγγονή του διάσημου Σοβιετικού συγγραφέα Αλεξέι Νικολάγιεβιτς Ταλστόι.

Ανήκει στους συγγραφείς που δύσκολα ταξινομούνται σε κάποιο ρεύμα της λογοτεχνίας. Συνήθως αναφέρεται «στο νέο κύμα» της αντισυμβατικής πεζογραφί

[1] Το όνομα μαζί με το πατρώνυμο σηματοδοτούν ενήλικα.

[2] Κατά τη Σοβιετική περίοδο υπήρχαν διαμερίσματα (οι κομουνάλκες) στα δωμάτια των οποίων ζούσαν διαφορετικοί ένοικοι.

[3] Ένα ρούβλι.

[4] Πούσκιν: Χειμωνιάτικο Βράδυ.

[5] Μικρά κέρματα που με αυτά έπαιζαν τα παιδιά.

[6] Οι παλιές πολυκατοικίες, αποτελούσαν ένα ολόκληρο μεγάλο τετράγωνο  με καμάρες για να μπαίνουν οι άμαξες στην εσωτερική αυλή.  Εκεί, εσωτερικά, στο ισόγειο υπήρχαν φτωχικά σπιτάκια και μαγαζάκια.

[7] Οι λέξεις Μανούλα, Γυναίκες, Γοργόνα, Άρωμα, Πόδια, Άνδρες, Καπνός, Κανόνες, Νύχτα είναι με κεφαλαίο στο πρωτότυπο.