Ο Κος Πενθήμερος, 31. Αλήθεια-Λήθη

Τώρα καθόταν. Μόνο καθόταν
Πριν δούλευε. Δούλευε.
Πρώτα κατάπινε τις ώρες λαίμαργα στο γραφείο. Τώρα έτρωγε λέξεις και νοήματα. Λέξεις. Ποιήματα. Τις άκρες της λύπης. Λήθη. Πάντα την εμπιστευότανε. Αλλιώς μπορεί να μην άντεχε τόσα χρόνια σ” ένα δωμάτιο με γραφείο. Τον ίδιο πίνακα στον τοίχο. Οι περισσότεροι ξεχνάνε. Εμπιστεύονται τη λήθη για ν” αντέξουν στο γραφείο. Στο σπίτι με τα παιδιά, τα οποία ξεχνούν επίσης πως έχουν πατέρα. Που δεν είναι εκεί. Που λείπει. Κι αυτό μια στιγμή και μετά δεν τους λείπει. Όλοι ξεχνούν πατέρες και παιδιά. Για να ξεχνιούνται. Και να ζουν. Όπως μπορούν. ΟΙ περισσότεροι έτσι ζουν. Όπως μπορούν. Ποτέ δεν έκανε πληθυντικές σκέψεις ο Κος. Πενθήμερος. Ποτέ δεν σκεφτόταν σύνολα πραγμάτων ή ανθρώπων. Για χρόνια δεν εμπιστευόταν παρά το χώρο των γραφείων. Ένα φραπέ παρακαλώ. Σκέτο παρακαλώ. Θα φύγω αργότερα σήμερα – έχω δουλειά.
Το ξέχασε και το γραφείο. Τον χώρο. Τον εξαφάνισε από τη σκέψη του.
Σαν νάχε βγάλει μια φωτογραφία που κάηκε.
Δεν θυμόταν. Είναι το ίδιο με το ξέχασε.
Περίπου, αλλά όχι ακριβώς.
Τώρα πιθανολογούσε τη διαφορά.
Δεν ήταν ποτέ τόσο ακριβής. Στην ώρα και στο ρεπερτόριο των σκέψεών του.
Τώρα έβαλε σωστά τα σημεία στίξεως στο μυαλό του. Τοποθετούσε τελείες και κόμματα.
Τα θυμόταν όλα.
Τώρα ανακάλυπτε κάτι με το οποίο δεν είχε σχέση πολύν καιρό, την αλήθεια. Το αντίθετο της λήθης. Η αλήθεια, λένε, περιέχει πολύ οδύνη. Καμιά φορά είναι αδύνατον να τη δεχθείς, και ας τη βλέπεις ολόγυμνη μπροστά σου έτοιμη να σ” ερεθίσει. Γιατί υπάρχει και η άλλη αλήθεια.
Η ντυμένη σαν καλόγρια. Από το λαιμό ως τα νύχια των ποδιών. Ντροπαλή. Σκεπασμένη σαν να κρυώνει. Η αλήθεια δεν είναι μία. Η αμυνόμενη αλήθεια. Η αιώνια αλήθεια. Αυτή που λέγεται κατάμουτρα. Η καλυμμένη μ” ένα πέπλο μυστηρίου.
Σαν μυθιστόρημα μυστηρίου. Στο τέλος αποκαλύπτεται το μυστήριο. Αλλά και πάλι κάτι μένει.
Μια ραπτομηχανή, ένα βέλος στον ουρανό.
Η αλήθεια σπάνια γελάει. Και αν γελάσει θα γελάσει κοροϊδευτικά. Σαρδόνια. Δεν σου φανερώνεται μοναχή της. Την ψάχνεις. Αν έχει όρεξη για κάτι τέτοιο. Αν δε σ” αρέσει τη στραγγαλίζεις. Άλλοτε κάθεται δίπλα σου στον καναπέ και διαλέγεσαι μαζί της. Δεν τη βρίσκεις και πολύ εύκολη. Σε δυσκολεύει. Σου ξεφεύγει. Δολιχοδρομεί.
Μιλάει. Δεν τη δέχεσαι.
Δεν είν” αλήθεια, λες. Δεν είσαι αυτή που μου παρουσιάζεσαι. Δεν είσαι η αλήθεια αυτοπροσώπως. Δεν σε αναγνωρίζω.
Είν” αλήθεια; Ξέχασέ την.
Δεν είν” αλήθεια. Η αλήθεια λέει
ψέμματα. Αυτό είναι το αντίθετό
της το ψέμα. Όχι η λήθη.
Το ψέμα. Απίστευτο. Τερατώδες.
Εγώ είμαι η αλήθεια και το ψέμα.
σου λέει.
Είμαι εδώ μπροστά σου. Ως αλήθεια
Γυμνή. Έτσι παρουσιάζεται όταν
έχω πικρή γεύση.
Και το ψέμα δικό σου φίλε. Πέταξέ μου το.
Θα το αποκρούσω. Θ” αντέξω
είμαι πιο δυνατή.
Αυτό που λες τώρα είν” αλήθεια
ή ψέμα;
Κι αυτό που ζούσε τι ήταν;
Ένα μπερδεμένο πράγμα κι η μια ζωή
κι η άλλη.
Ωστόσο σ” εκείνη τη ζωή ήταν ξεχασμένος.
Ξέχασε και ζήσε. Όπως μπορείς.
Τώρα όμως; Αφού απολύθηκε ήρθε η ώρα
της αλήθειας. Αλλά η απάθεια του
δεν τον άφησε να τη δεχθεί.
Τώρα όμως; Που συνάντησε τον Μπωντλαίρ, τον Μπρετόν, τον Λωτρεαμόν, τον Απολινέρ, τον κοιτούσε πίσω απ” τα γυαλιά της. Δεν ήταν αυστηρή. Τον κοιτούσε στα μάτια. Δεν ήταν ούτε σοβαρή. Θα μιλούσε.
Ο Κος Πενθήμερος περίμενε. Περίμενε να δει τα χείλη της να σαλεύουν. Γύρισε αριστερά, δεξιά. Κανείς. Γεια σας είπε. Τότε εκείνη είπε κάτι που δεν ακούστηκε ούτε πολύ σύντομο. Ούτε πολύ μακρύ.
Ο Κος Πενθήμερος έμεινε άναυδος. Έπρεπε να την ξαναβρεί. Να την ξαναδεί.
Άνοιξε την Άμωμο Σύλληψη. Διάβασε…