Ο Κος Πενθήμερος, 30. Η Άμωμη Σύλληψη

Ο Κος Πενθήμερος όταν τελείωσε  με το μέτρημα – πάντα βέβαια η μονάδα μέτρησης γι′ αυτόν θα ήταν ο αριθμός 5– αυτών που έφυγαν εκόντες άκοντες και θρήνησαν  το ¨πτώμα Μπρετόν και Σουρεαλισμού βάλθηκε να μετράει τους απαστράπτοντες νεοεισερχόμενους:

Μέτρησε επτά ονόματα:

Σαλβαδόρ Νταλί, Λουί Μπουνιουέλ Ζωρζ Ουνιέ, Ρενέ Σαρ, Ζωρζ Σαντούλ, Αλμπέρ Βαλντέν, Αντρέ Τιριόν. Ενώ αποκαθίστανται και επιστρέφουν ο Υβ Τανγκύ κι ο φωτογράφος, ζωγράφος Μαν Ραίη.

Μέλλεται να συμβούν νέες διασπάσεις και διαστάσεις και χωρισμοί.

  Ωστόσο συντελείται μια απόπειρα. Δράστες της δύο κορυφαίοι. Ποιητές και οι δύο. Ο ένας είναι ο Αντρέ Μπρετόν κι ο άλλος ο Ελυάρ. Συνιδρυτής και στυλοβάτης του κινήματος.

  Συνθέτες και ταυτόχρονα εκτελεστές αναλαμβάνουν αντί να μοιραστούν το κλαβιέ ενός πιάνου μοιράζονται τις σελίδες ενός βιβλίου με ποιητικά πεζά. Δεν υπογράφουν ο καθένας το δικό του ποίημα– όπως ο πιανίστας μοιράζεται το ίδιο όργανο και το αποτέλεσμα είναι μια νέα γένεση –όπως προφανώς λέει ο Ναντώ και προσθέτει πως δε διακρίνεις παρά ελάχιστα και ένα μικρό μόλις μέρος  από τη συμβολή του καθενός. Το αποτέλεσμα είναι λαμπρό. Μια ποιητική βιρτουοζιτέ.

  Το ψάρι γεννιέται απ’ τ’ αγκάθι, η πιθηκίνα απ’ την καρύδα. Η σκιά του Χριστόφορου Κολόμβου μόνη της στη Γη του Πυρός, δεν είναι πιο δύσκολη από τ’ αυγό.

«Οι Αφροδίτες με τα κομμένα χέρια χαϊδεύουν την κόψη των ποιητών.

«Το πρόσωπο της γυναίκας εμφανίζεται μόνο καθ’ ύπνους».

Ο σβησμένος πολυέλαιος που με φωτίζει μου δείχνει τα δόντια του, όταν χαϊδεύω βυζιά που δεν διάλεξα.

Αυτά τα χωρία προέρχονται από την ενδομήτριο ζωή  το δεύτερο κεφάλαιο από το πρώτο μέρος που τιτλοφορείται ΑΝΘΡΩΠΟΣ. Τα επόμενα είναι η Γένεσις, η Ζωή, ο Θάνατος.

     Ακολουθούν οι ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΟΙ και έπειτα ΟΙ ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ. (Συνήθεια, έκπτωσις, Έρως, η ιδέα του Γίγνεσθαι.

Και τέλος η Προπατορική Κρίση).

  Η θεωρία των πιθανοτήτων συγχέεται με το παιδί, μαύρο σαν το φυτίλι βόμβας βαλμένης στο πέρασμα ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ] ενός ηγεμόνος που είναι ο άνδρας, από ένα αναρχικό ατομιστή του χειρίστου είδους που είναι η γυναίκα. .

  Η γυναίκα δεν είναι, παρά ένας κυκλικός οδικός κόμβος.

Από την ενδομήτριο ζωή

     η μάνα μου είναι μια σβούρα και ο πατέρας μου

το μαστίγιό της

    Έχω για να γοητεύσω τον καιρό κοσμήματα

ρίγους,την επιστροφή του σώματός μου στο ίδιο το σώμα.

 

   Άκουσε κανείς να τραγουδούν τα πουλιά τον

Απρίλη κατά τις 4 τ’ απόγευμα;

  Αυτά τα πουλιά είναι τρελά. Είμαι εγώ. Μήπως

είδε κανείς τον ήλιο να σκεπάζει τη νύχτα με το

νεκρό του βάρος, όπως η φωτιά σκεπάζει στάχτη.

(…) Προσοχή: Με περιμένουν. Η μέρα κι η νύχτα

θα ‘ναι στο σταθμό. Δεν θα τις αναγνωρίσω ποτέ

   αν μ’ εμποδίσουν οι αποσκευές της δικαιοσύνης.

cocolo.jpg!Blog

   Διάβαζε αχόρταγα ο Κος Πενθήμερος. Έπεφτε απ’ τη μια έκπληξη στην άλλη. Έμεινε εκστατικός κοιτώντας τη νύχτα. Πίσω του δεν υπήρχε τίποτα. Πίσω του ήταν το κενό. Η ανυπαρξία. Δεν υπήρχε πενθήμερη εβδομάδα κι ας είχε περάσει ένας μόλις χρόνος από τότε. Τώρα γεννιόταν. Με μια άμωμη σύλληψη. Κι ήταν στην ενδομήτριο ζωή κι ακολουθούσε η γέννηση. Η ζωή. Η ζωή του Κου Πενθήμερου είχε αλλάξει άρδην. Ήταν γιατί ο ίδιος είχε αλλάξει.

   «Τον κατέδωσαν, πως έβαλαν γύρω του ένα κιγκλίδωμα για να τον εμποδίσουν να πέσει στο άχρηστο ρολόι που βάλθηκε να χτυπάει τις ώρες. Η αυγή της φιλτραρισμένης νύχτας του θυμίζει την καθαρή σάρκα που, καθώς πλησιάζει ο άνδρας, εξαφανίζεται μέσα σ’ ένα θόρυβο καλαμιών.

  Θ’ αγγίξει τη σάρκα με τον τρόπο αυτών των

χαριτωμένων ζώων που σκέπτονται την ελευθερία.

   Ένα ολόκληρο δίκτυο μορφασμών και συστροφών αντιτάσσεται στην επιστροφή της σχεδίας της

ηλικίας του στις μυστικές πηγές της καρδιάς του

   Το ΑΟΡΙΣΤΟ αντικαθιστά βαθμηδόν το ΟΡΙΣΜΕΝΟ»

ΤΙ ΖΗΤΑΕΙ ΛΟΙΠΟΝ ΑΥΤΟΣ Ο ΑΝΔΡΑΣ που βάζει ένα λεκέ πάνω στη γη;

   Παλεύει με την εναλλασσόμενη σκιά που επωάζει μέσα στις πτυχές της τ’ αυγά της νερόκοτας απ’ όπου κάποια ώρα προχωρημένη θα εκκολαφθεί η τύχη, η τετριμμένη ευτυχία και η βαβούρα.

Οι δυνάμεις της απελπισίας με τις τριανταφυλλένιες σαπουνόφουσκές της, τα άτονά της χάδια, την κακοντυμένη της αξιοπρέπεια, οι κινούμενες απαντήσεις της στις γρανιτένιες ερωτήσεις τον κυριεύουν.

  Ο καθρέφτης του πενθήμερου παρελθόντος θρυμματίστηκε. η μονάδα μέτρησης ο αριθμός πέντε ήταν περιττός από δω και πέρα. Η λήθη που τον ακολουθούσε καταπόδας ορκίστηκε να πνιγεί στο ποτάμι των λογαριασμών του παρελθόντος του. Δεν θα ξανακοιτάξει πίσω. Αφού δεν έχει κάτι που θ’ άξιζε να θυμηθεί. Το ρέκβιεμ της πενθήμερης εβδομάδας ολοκληρώθηκε. Δεν είναι πια ο κύριος με το κλουβί στο χέρι. Τα λεπτά κάγκελά του έγιναν ένα κουβάρι. Από νικέλινα έγιναν μάλλινο πλεκτό για ένα πουλόβερ που η μητέρα του δεν του έπλεξε ποτέ. Μπορεί κιόλας να μη τον τάισε από το στήθος της για να μη χαλαρώσει.

  Η μητέρα του δεν κοιτούσε τ’ άστρα, μόνο τον καθρέφτη της, και δεν του ζητούσε να τη μεταμορφώσει. Δεν διάβαζε το ζωδιακό χάρτη. Δεν ήξερε τι είναι καθαρή σάρκα. Ούτε θωπεία στους πόρους του κορμιού. Ήταν μια ανιαρή, αυστηρή, άφιλη γυναίκα χωρίς συναίσθηση της μητρότητας, χωρίς συνείδηση. Δεν περίμενε στο σταθμό κι όταν τον πήρε αγκαλιά κι έκοψε το λώρο ανακουφίστηκε που τον ξεφορτώθηκε. Τόνιωσε αυτός, τον κοιτούσε και δεν τον έβλεπε. Θαρρούσε πως τον γέννησε για να ξεφορτωθεί τον άντρα της και τον ξεφορτώθηκε. Δεν ήταν μητέρα του. Πέθανε μαζί με το παρελθόν του. Πνίγηκε μοναχή της ή την έπνιξε μόλις προ ολίγου εκείνος ο Μάχος.

   Εκείνο το σιωπηλό αγόρι που φοβόταν την Αντριάνα, τη γίδα με το μακρύ γένι και την καμπούρα γεμάτη βότανα. Ο Μάχος τώρα αφυπνιζόταν διαβάζοντας.

  «Ένα πρωί, είναι εκεί, και βλέπει ν’ ανασαίνει η κόμη της ανεμώνας. Ο δρόμος χαιρετάει με όλους τους τροχούς του. Μ’ όλα τ’ άστρα, μ’ αυτό εδώ… μ’ όλα τ΄άστρα… μ’ αυτό που υποτάσσεται σ’ αυτό το αλησμόνητο άστρο… Είναι τόσο απόλυτα μόνο ώστε εξαιρείται από το σύνολο. Κοιτάζει τη ράχη των βιβλίων που κυρτώνεται. Ακούει τη μουσική που γυαλίζει πάνω στα παπούτσια το μεσημέρι, μερικές φορές, χαμογελάει δώδεκα φορές. Χαμογελάει ακόμη σ’ όλες τις εντυπώσεις τις χειροπέδες του χαμόγελου.»

  «Ύστερα από τα θαύματα της σύλληψης, της ενδομήτριας ζωής, της Γέννησης και της Ζωής, προσπερνά τον θάνατο και διαβάζει ένα ποίημα του Πωλ Ελυάρ από έναν έλληνα ποιητή που του έμεινε πάντα πιστός τον Οδυσσέα Ελύτη. Έμεινε πιστός και στον Ελυάρ, στο Λωτρεαμόν, στον Ρεμπώ, το Λόρκα, τον Μαγιακόφσκυ, τον Ουγκαρέτι και τον Ζαν Ζουβ γι′ αυτό επιχείρησε μια Δεύτερη Γραφή που παραμένει πολύτιμη πλί στα δικά του έργα.

  Είχε βλέπετε την περιέργεια να διαβάσει ένα ποίημα από τα χέρια του ενός εκ των δύο δραστών της αμώμου συλλήψεως που τώρα την ένιωθε δική του.

«Το βεβαιώνω πως θ’ αφανισθούν: θα ιδούμε

      το άνθος του λωτού

Να ξεφυτρώνει απ’ την καρδιά του καθενός

                                                          τους

 

(…)

Πάνοπλη παρθένα θα ‘ναι το φως

   Η επιστροφή:

Κι εμείς, για μια φορά θα ‘χουμε γεννηθεί

Να ‘μαστε πλάσματα χαράς τρελής σαν την

                                             Τιτάνια

11042945_763651790397226_2620221960627035196_n

  Τώρα το πράγμα ξέφυγε απ’ τα χέρια του ξέφυγε κι από τα πέντε κι από τα δέκα δάχτυλα του. Αυτός πως ως τώρα όλα τ’ έκανε με τα χέρια του, ένας άνθρωπος με πέντε δάχτυλα. Με μια αφή στις πέντε ρώγες των δαχτύλων που δεν είχε θηλάσει –ή δεν θυμόταν– τη θηλή ενός στήθους της μάνας του που δεν είχε χαρεί τίποτα, ούτε σαν παιδί που είχε γνωρίσει την απόλυτη μόνωση και την αδιαφορία ήθελε τώρα, επιθυμούσε να ξαναγεννηθεί ν’ αλλάξει και ο τοκετός συνεχιζόταν. Διάβασε:

«Ανάμεσα στο Λίκνο και τον Τάφο,

Μονάχα μια φορά θα υπάρξει·

Μα σαν χαμογελάσεις έτσι μια φορά,

Θα λησμονήσεις κάθε αθλιότητα

ψιθύρισε στα αυτί του ο Ουίλιαμ Μπλέικ ο μεγάλος ποιητής και εικονογράφος του 18ου αιώνα και οι συγγραφείς της Αμώμου Συλλήψεως –που θα παρέμενε, γιατί έτσι άρχισε η Σύλληψη και μεταμόρφωση του Κου Πενθήμερου θέλοντας να μιλήσουν με το δικό τους στόμα ο πλούσιος και ο φτωχός, ο φοβισμένος και ο απειλητικός προσποιούνται τους παραληρηματικούς και γράφουν τους δαιμονισμούς: Διανοητική ανεπάρκεια, οξεία μανία, γενική παράλυση, προσποίηση παραληρήματος, πρώιμη παραφροσύνη.

   Ο Μανιακός λέει: Η κοιλιά στέκεται μέσα στη χούφτα μου. Εμένα μου αρέσει να ‘μαι πεσμένος με την κοιλιά, υπό τον όρο ότι δεν θα ‘ναι πάντα δική μου, εννοείται. Οι γυναίκες είναι μικρά χέρια στο Παρίσι, μεγάλα χέρια στην ύπαιθρο.

  Ο παράλυτος λέει: θυσιάστηκα στο Βορρά σ’ ανατολή και δύση για το ραδιούχο φιλί σου και σε θέλω να είσαι μέσα στο μαργαριταρένιο μου καθρέφτη η ανασαιμιά του άντρα που δεν θα σε ξανανεβάσει στην επιφάνεια και σ’ αγαπάει με λατρεία γυναίκα μου ξαπλώνει όρθια όταν είσαι καθιστή και χτενίζεσαι…

   Η αριστερή μου τιράντα μόλις κόπηκε

σήκωσα τον κόσμο σαν πούπουλο.»

  Το ερμηνευτικό παραλήρημα! Εν αρχή ην το άσμα

όλος ο κόσμος στα παράθυρα.

  Και η πρώιμη παραφροσύνη: Πάνω στο παράθυρο

με τη ρεζεντά του γάτου που η σφεντόνα

αναποδογύρισε μια μέρα γιορτινή.

  Η ρεζεντά δεν ήξερε τι ήταν αλλά την έβαλε κι αυτή μαζί με γάτο και παράθυρα ο κος Πενθήμερος γιατί αυτός διαλέγει από δω και πέρα ό,τι ακολουθεί και αρκετά από ό,τι προηγήθηκε γιατί άρχισε να διαβάζει ανάμεσα στις λέξεις. Άρχισε να μαθαίνει να τοποθετεί τη στίξη. Να κατανοεί τις γλώσσες των πουλιών. Άκουσε την πνοή του ανέμου που πήρε μ’ ένα σφύριγμα μακρυά του την πρώτη του ζωή την πενταδάχτυλη.

Έτσι πέρασε στον πρώτο από τους Στοχασμούς

η «δύναμη της συνήθειας»

   »Το κρεβάτι αρκετά μεγάλο και για δυο όσο και για ένα. Μετά το μπουμπούκι θα ‘ρθει το φύλλο και μετά το φύλλο θα ‘ρθει το λουλούδι και μετά τη βροχή η καλοσύνη. Επειδή είναι η ώρα, τα μάτια ανοίγουν, το σώμα ορθώνεται, το χέρι τεντώνεται, η φωτιά ανάβει, ο αναστεναγμός διαφιλονικεί απ’ τις ρυτίδες της νύχτας τις άδολες καμπύλες της».

Αυτό όμως τον έκανε να μελαγχολήσει:

   «Η εργασία κατορθώνεται, πλήθεται, σμικρύνεται, υπολογίζεται το χέρι ξαναβρίσκει μ’ ευχαρίστηση μέσα στο συνηθισμένο εργαλείο του την ασφάλεια που ύπνου.»