Κοσμικό πέρασμα

Πουλιά ξεκίνησαν χορό να στήνουν γιορτινό,

το πρωινό,

στις χαραμάδες κρύβονται χλωμές κουβέντες

και πριν απλώσουν την μπουγάδα οι κυρές,

στον τοίχο θάψανε αλήθειες της νυχτός.

Οι μηχανές στα πεζοδρόμια στήσαν τις φωνές τους.

Περαστικοί διαβάτες πνίγηκαν στο σάλιο τους εψές,

ένα κοστούμι σχίστηκε στα δυο,

και η ζωή χωρίς τον έρωτα απόμεινε μονάχη.

Σε λίγο θά ‘ρθουνε παιδιά να σκοτωθούν.

Τις πίσω πόρτες της αυλής θ’ ανοίξουν γέροι και γριές

και μοιρολόγια της χαράς θα κράξουν τα δαιμόνια.

Είναι ο καιρός να πάψω να μιλώ,

της σιωπής τη γλώσσα να φροντίσω;

Ή ήρθε η ώρα κι η στιγμή

να ξεδιπλώσω το πανί, του χρόνου το βαρίδι

και να σταθώ με τους νεκρούς,

Νεκρός κι εγώ να ζήσω;

Ας είναι έτσι, προτιμώ…

την κουδουνίστρα να κρατώ,

παρά το φέρετρο που μέσα του θα κείτομαι εγώ.

 

από τη συλλογή «Κατακόμβες»

– Εκδόσεις ΦΥΛΛΑ (1991 και 2001)