Το σχολείο της κοινότητας, εκπαίδευση και παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας

Το σημερινό δυτικό σχολείο της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης χαρακτηρίζεται από την παγκοσμιοποίηση μετασχηματισμού, η οποία στηρίζεται εν πολλοίς στην νέα πολιτική εκπροσώπηση που προέκυψε μέσα από τη οικονομική κρίση. Οι εθνικές εκλογές (2015) σηματοδοτούν της επιστροφή της απωθημένης από τα χρόνια του εμφυλίου πολέμου αριστεράς και η εκπαίδευση βρίσκεται μπροστά σ’ ένα τρίστρατο. Αυτό σημαίνει πως μακροπρόθεσμα, καθώς το σχολείο ολοκληρώνει τον κύκλο της αναπαραγωγής του κοινωνικού σχηματισμού, θα είμαστε μπροστά σε νέες δυνατότητες. Ή, από τη μια, θα παράγει κριτήρια αγοράς, την προσαρμογή του δηλαδή στην καπιταλιστική οικονομία, τη διάκριση χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας, την υποτακτική υποκειμενικότητα και τη νομιμοποίηση της σχολικής αποτυχίας ή, από την άλλη, θα παράγει την προτεραιότητα της εκπαίδευσης έναντι της οικονομίας, καθώς και μορφές κοινωνικής οικονομίας και αλληλεγγύης. Η μετανάστευση είναι η επιθυμία που έπεται της πρώτης δυνατότητας. Το ζήτημα είναι επίσης, στο πλαίσιο της πολιτικής σύμπτωσης της περιόδου του φασισμού με τον νεοφιλελευθερισμό, και με δεδομένο τον εκφασισμό της ελληνικής κοινωνίας, πώς το σχολείο θα έχει δημοκρατικά χαρακτηριστικά και θα είναι ένας χώρος χωρίς ιεραρχίες, κοινωνικά συμπτώματα, αυταρχισμό, καταστολή, εκφοβισμό, αντικοινωνικότητα και ιδρυματική παθολογία. Είμαστε μπροστά στον τρόπο που είδε ιστορικά ο μοντερνισμός το σχολείο και σε μια αποκατάσταση των σχέσεων αρχιτεκτονικής και παιδαγωγικής, με τα χαρακτηριστικά της οριζοντιότητας και της λογικής των δικτύων. Είμαστε μπροστά στην πρόκληση για ένα σχολείο της κοινότητας [Community School].

Η αλλαγή της παιδαγωγικής και του κοινωνικού σχηματισμού έχουν κοινά χαρακτηριστικά. Είμαστε μπροστά σε μια απάντηση στη παγκοσμιοποίηση [global] και στην ανάδειξη του τοπικού [local], το οποίο σημαίνει να βρούμε εφαρμογές του στοχασμού των κινημάτων, τα οποία εργάστηκαν πάνω σ’ αυτή την αντίθεση παγκόσμιου και τοπικού, για την εκπαίδευση. Σε διαφορετική κατεύθυνση από την αγγλοσαξονική εκπαίδευση, στην οποία απαντά σήμερα και το φιλανδικό εκπαιδευτικό σύστημα, έχουμε τη θεσμική παιδαγωγική που εμπνέεται από τις ιδέες του Celestin Freinet ή την κριτική και επαναστατική παιδαγωγική που έχει τις όφειλες της στον Paulo Freire. Το παράγωγο αυτής της σχέσης πολιτικής και παιδαγωγικής είναι το αίτημα για ένα σχολείο της κοινότητας. Το κρίσιμο ζήτημα είναι να δούμε τις σχέσεις του σχολείου με την οικονομία, την υγεία, τον πολιτισμό και την πολιτειότητα [citizenship], σε μια διαδικασία κοινωνικού μετασχηματισμού. Επίσης ένα άλλο ζήτημα είναι να εξετάσουμε την αυτονομία του θεσμού από το κράτος και το κεφάλαιο, έτσι ώστε η θέσμιση να γίνει κεντρική στη σχολική ζωή, αντί του νόμου και της παράδοσης του Οιδίποδα. Η αντί – οιδιπόδεια παιδαγωγική, η κριτική και θεσμική παιδαγωγική, είναι η μεθοδολογία αυτή της προβληματικής προκειμένου να διανοίξουμε φαινομενολογικά τις κυρίαρχες σχέσεις του νεοφιλελεύθερου σχολείου και να εντοπίσουμε την παιδαγωγική της αντίστασης. Το νεοφιλελεύθερο σχολείο έχει τα χαρακτηριστικά εν πολλοίς του τέλους της εκπαίδευσης [unschooling], εφαρμόζοντας την εξ αποστάσεως και την κατ’ οίκον εκπαίδευση [homeschooling], καθώς και τα charter schools. Είναι ένα σχολείο στο οποίο η οικονομία προηγείται της εκπαίδευσης, καθώς η οικονομία θεωρείται δεδομένη και το σχολείο προσαρμόζεται σ’ αυτήν. Είναι ένα σχολείο το οποίο σήμερα δεν αμφισβητεί την διάκρισή του από τον κόσμο των επιχειρήσεων και αποβλέπει σε πολιτικές άμεσης εκπαίδευσης, ακόμη και μέσα στους χώρους του ίδιου του κεφαλαίου. Επίσης είναι ένα σχολείο της αναπαραγωγής του κοινωνικού σχηματισμού, όπως θα έλεγε ο Althusser, ένας ιδεολογικός μηχανισμός του κράτους, αλλά κι ένα σχολείο συμπληρωματικό με τα ΜΜΕ που αφανίζουν την παιδική ηλικία. Όπως είναι επίσης κι ένα σχολείο πέραν της αναπαραγωγής, σύμφωνα με τις κριτικές που έχουν ασκηθεί στον Althusser από τους μαθητές του ή ένα σχολείο εκτός σχολείου, λόγω της διαρκούς εκπαίδευσης και της ανάδυσης της κοινωνίας του έλεγχου. Αυτό το σχολείο, στο πλαίσιο της ελληνικής κρίσης (2010 -), έχει ως αντίπαλό του το σχολείο της κοινότητας. Η κρίση ως κρίση αναπαραγωγής του κοινωνικού σχηματισμού, αφορά τόσο την καταστροφή του κεφαλαίου όσο και την καταστροφή της εργασίας, αφήνοντας ανοιχτό το ερώτημα για το νόημα της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Η κρίση, εκτός από την οικονομία, αφορά την αντιπροσώπευση, την δημοκρατική ανυπαρξία, την επινόηση εκ νέου της πολιτικής, τις αναπαραστάσεις και την αντίσταση. Αυτή η κρίση ενεργοποιεί την προβληματοποίηση της γνώσης και την κριτική στις επιστήμες, όπως και τις μνήμες της λαϊκής γνώσης που περιέπεσε σε αχρηστία. Αυτή η κρίση αναδεικνύει εκ νέου τις αντιθέσεις εκδημοκρατισμού/ εκσυγχρονισμού, δίνοντας τη δυνατότητα να κινηθούμε πέρα από έναν αστικό εκσυγχρονισμό και δημιουργεί τους όρους για την υπέρβαση ακόμα και της δημοκρατίας. Σ’ αυτή την κρίση απαντά η θεσμική παιδαγωγική του Celestin Freinet, η αντί – οιδιπόδεια παιδαγωγική του Deleuze, η παιδαγωγική της δημοκρατίας του J. Ranciere και η κριτική παιδαγωγική του Paulo Freire. Όπως επίσης απαντά η προτεραιότητα της παιδαγωγικής έναντι της διοίκησης, η αποσχολειοποίηση [deschooling], τα δίκτυα υποστηρικτικών δομών και το ανοιχτό προς τα μέσα και προς τα έξω σχολείο. Η δυνατότητα όμως το σχολείο της κοινότητας να είναι με το μέρος των πολιτικών για το σχολείο ως δημόσιο αγαθό ή αντίθετο με την κρυφή ή την φανερή ιδιωτικοποίηση, είναι ανοιχτή. Αυτό σημαίνει πρακτικά να αποφανθούμε για το ρόλο των δημόσιων υποστηρικτικών δομών, για τις σχέσεις του σχολείου με την οικογένεια, την αρχιτεκτονική και τις δομές της υγείας, της πολιτειότητας και του πολιτισμού και για το ρόλο της οικονομίας, έτσι ώστε να είναι η οικονομία αυτή που θα προσαρμόζεται στις επιθυμίες των παιδιών και της κοινότητας. Έτσι, για παράδειγμα, μπορούμε να συζητήσουμε κριτικά το ρόλο της οικογένειας ή να μιλήσουμε για την άρση της σχολικής αποτυχίας στην εννιάχρονη εκπαίδευση με την δυνατότητα να έχουμε μεταβατικά προγράμματα από το δημοτικό στο γυμνάσιο, τέτοια που να εγγυώνται οργανικό και λειτουργικό αλφαβητισμό. Όπως επίσης να έχουμε συνδιδασκαλίες ή θεματικές περιοχές, αντί των ξεχωριστών επιστημονικών αντικειμένων τα οποία ευθύνονται για την σκλήρυνση των αναλυτικών προγραμμάτων και την απώλεια της διαθεματικότητας. Στόχος των κινημάτων που κάνουν κριτική στον νεοφιλελευθερισμό είναι η δυνατότητα να έχουμε τους όρους για την αναπαραγωγή της κοινότητας και της παιδικής ηλικίας, την δυνατότητα η εκπαίδευση να έχει τον πρώτο λόγο για την οικονομία μέσα από την ανάδειξη της πολιτειότητας των παιδιών και της μετάβασης από την εξαρτημένη παιδική ηλικία στη χειραφέτηση και την υποκειμενικότητα. Η μετάβαση από την παιδική ηλικία στην υποκειμενικότητα στην παράδοση του κοινοτισμού, είναι αυτή που απασχολεί την προβληματική μας. Οι γνωστικές ικανότητες, ισότιμες με τις συναισθηματικές, τις πολιτικές, τις οπτικό – ακουστικές, τις τεχνολογικές και τις κινητικές δεξιότητες, αποδίδουν στο σχολείο της κοινότητας τον μοντερνισμό της παιδικής ηλικίας, που δεν είναι άλλος από την κίνηση. Επίσης στόχος είναι το ίδιο το σχολείο να δημιουργήσει τους όρους παραγωγής της γνώσης, μέσα από τους συμμετέχοντες. για όλες τις δυνατές γνωστικές περιοχές – τις επιστήμες, τη φιλοσοφία, την τέχνη, την πολιτική και τη θρησκεία – που θα απαντούν στο αναστοχαστικό για τις αναδυόμενες υποκειμενικότητες πρόγραμμα της νεωτερικότητας. Ας δούμε όμως μερικά ζητήματα, έτσι όπως έλκουν την καταγωγή τους από το παρελθόν της απόπειρας εκσυγχρονισμού της χώρας. Οι συντηρητικές κριτικές που έχουν γίνει για το ελληνικό δημόσιο σχολείο αφορούν την σχέση του με την παραγωγή, την αναπαραγωγή, την εργασία, την οικογένεια, την παγκοσμιοποίηση, τους γνωστικούς στόχους της Pisa και κατά πόσο είναι εφικτοί, την αξιολόγηση, τη θρησκευτικότητα, τον εκφοβισμό της αυλής, την διδασκαλία των κοινωνικών επιστημών και τα αναλυτικά προγράμματα. Οι ριζοσπαστικές κριτικές που γίνονται αφορούν την κατευθυντικότητα της παιδαγωγικής σχέσης, τα ταμπού της εκπαίδευσης (ιστορία, πολιτική, Θεός, σεξουαλικότητα, οικογένεια, χρήση ουσιών, θάνατος), τον ιδρυματισμό και τη παθολογία του κλειστού χώρου, την σύγκρουση διοίκησης/ παιδαγωγικής, το σεβασμό των δικαιωμάτων του παιδιού, την παιδαγωγική ελευθερία, τις συλλογικές δράσεις και το τρίπτυχο τάξη – αυλή – κοινότητα. Όλες αυτές οι κριτικές μας έχουν φέρει πιο κοντά στο σχολείο της κοινότητας και τα κοινωνικά κινήματα που αναφέρονται σ’ αυτό το σχολείο, την κοινωνική οικονομία, την παιδαγωγική της αυλής, την υπαίθρια διδασκαλία, τις υποστηρικτικές δομές και τις νέες σχέσεις αρχιτεκτονικής και παιδαγωγικής. Ακριβώς επειδή σ’ έναν κοινωνικό σχηματισμό έχουμε πολλούς τρόπους παραγωγής, έχουμε τη δυνατότητα να συνδέσουμε το σχολείο με οικονομίες που συμβιώνουν με τον κυρίαρχο τρόπο παραγωγής και μπορούν να έχουν κριτική λειτουργία στον κυρίαρχο πολιτισμό. Οι πολιτικές κριτικές που γίνονται στον γίγνεσθαι – καπιταλισμό συνοψίζονται στην παράδοση της παιδαγωγικής της αντίστασης, καθώς και στην παράδοση των κοινωνικών κινημάτων, τα οποία ερευνούν τέτοιους τρόπους, ώστε το σχολείο να συνδέεται και να συσχετίζεται με την κοινότητα. Αυτή η αμφισβήτηση της ηγεμονίας της αγοράς, ή της ατελέσφορης σχέσης μοντερνισμού και καπιταλισμού, μας καθοδηγεί στην προβληματική για το σχολείο της κοινότητας. Βασικά χαρακτηριστικά του σχολείου της κοινότητας είναι η αρχιτεκτονική μεταμόρφωσή του σε περισσότερους χώρους εκτός σχολείου, προκειμένου να έχουμε τον μοντερνισμό της κίνησης και την παραγωγή του ιδεώδους της κοινότητας. Η αντιπαράθεση διοίκησης και παιδαγωγικής μπορεί να γίνει κατανοητή ως άμεση δημοκρατία των οργάνων της κοινότητας, εκπροσώπηση της παιδικής ηλικίας, δημιουργία ομάδων και αντιφασιστική πολιτειακή παιδεία. Η παιδαγωγική παράδοση στην οποία αναφερόμαστε είναι αυτή που έπεται του σχολείου εργασίας στον μεσοπόλεμο Η σημερινή κρίση της εργασίας, συγχρόνως μ’ αυτή του κεφαλαίου που αναφέραμε, κάνει την εκπαίδευση να κινείται από μια άλλη σκοπιά, πέραν της οικονομίας.. Το σχολείο της εργασίας μέσα από τις αντιλήψεις του Celestin Freinet για τα εργαστήρια μέσα στο σχολείο, πετυχαίνει τη σύνδεση της χειρωνακτικής με την πνευματική εργασία και είναι και σήμερα επίκαιρο. Οι παιδαγωγικές αντιλήψεις οι οποίες αναπτύχθηκαν τα χρόνια της αντίστασης στην τριπλή κατοχή για την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού, είναι ένας ακόμη σταθμός. Και τέλος, η εισαγωγή της πολιτικής στα σχολεία, η οποία συνοδεύεται από αντιλήψεις κριτικής και θεσμικής παιδαγωγικής, είναι κι αυτή ένας σταθμός. Η διεθνής εμπειρία των σχολείων της κοινότητας σε Ασία, Αφρική και Ευρώπη, είναι ένας ακόμη πολύτιμος οδηγός. Το κρίσιμο είναι να δούμε πως το σχολείο της κοινότητας με καθημερινές πρακτικές μπορεί να είναι ο μικρόκοσμος του κόσμου έρχεται. Το σχολείο της κοινότητας είναι μια παιδαγωγική πρόταση η οποία εδράζεται στην συσχέτιση του σχολείου με την Αγωγή Υγείας, την εξασφάλιση της διατροφής, την κινητοποίηση των πόρων της κοινότητας, τα κοινωνικά κινήματα και τις πολιτισμικές πρακτικές που αποβλέπουν στην ενδυνάμωση [empowerment] της υποκειμενικότητας. Είναι μια πολιτική που αναφέρεται σ’ ένα σχολείο το οποίο θα είναι μια “νήσος” από δομημένους και αδόμητους χώρους. Στόχος των δικτύων όλων αυτών των χώρων είναι η παραγωγή του κοινοτικού ιδεώδους, η αναγνώριση των ταυτοτήτων, η μετάβαση από την παιδική ηλικία στην υποκειμενικότητα και οι αντικαπιταλιστικές πρακτικές, οι οποίες θα συσχετίζουν εκ νέου τον ριζοσπαστικό υλισμό του χώρου με τις διανοητικές συνθήκες παραγωγής του χρόνου. Αυτή είναι κι η απάντηση στην αγορά, οι δωρεάν χώροι και η πρόσβαση των παιδιών σ’ αυτούς. Η κοινότητα, με την υιοθέτηση αρχών από την Αγωγή Υγείας, είναι έννοια που παράγει σύνορα υπό διαπραγμάτευση και έχει θεραπευτικό περιεχόμενο. Η γενεαλογία της κοινότητας και η φαινομενολογική πρόσληψή της, είναι στοιχεία αυτής της προβληματοποίησης που επιχειρείται εδώ. Ωστόσο η κοινότητα δεν ταυτίζεται με το σχολείο της κοινότητας, ακριβώς γιατί, όπως αναφέρει και η Iris Young, η κοινότητα δεν είναι μία και υπόκειται και η ίδια σε αναστοχασμό. Και μια μικρή επισήμανση που είναι απαραίτητη.

Η κοινότητα ως έννοια χρησιμοποιήθηκε ιστορικά στον ελληνικό μεσοπόλεμο, κακοποιήθηκε και αντικαταστάθηκε πια σήμερα από τα δικαιώματα του παιδιού, την φιλελεύθερη πρόσληψη της παιδικής ηλικίας. Όμως μπορούμε να δούμε τα δικαιώματα του παιδιού και το σχολείο της κοινότητας συμπληρωματικά, ειδικότερα στην περίπτωση των δικαιωμάτων της ελευθερίας και του χώρου. Οι πρόσφατες καμπάνιες για τα δικαιώματα του παιδιού τη σχολική χρονιά 2014/ 2015 είναι σ’ αυτό το πνεύμα. Ας εξετάσουμε περισσότερο το σχολείο της κοινότητας. Βασικά στοιχεία του σχολείου της κοινότητας με τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής οικονομίας είναι τα εργαστήρια, ο κήπος, οι ομάδες χωρίς αρχηγό, η παιδαγωγική της αυλής, τα παραδοσιακά παιχνίδια, το τυπογραφείο, οι μαθητικοί συνεταιρισμοί, η υιοθέτηση χώρων εκτός σχολείου και η ήπια μετακίνηση, όπως με τα ποδήλατα. Επίσης οι επιστημονικές γνωστικές κατακτήσεις που αφορούν την κριτική στο θετικισμό, τις φυσικές επιστήμες, την επιστημολογία και την μεθοδολογία, είναι βασικά στοιχεία αυτού του σχολείου. Πρόκειται εν πολλοίς για ένα σχολείο με θεματικές γνωστικές περιοχές που επιστρέφουν τη σχέση δύναμης και λόγου στις αναδυόμενες υποκειμενικότητες, μέσα από την δημόσια σφαίρα, την πολιτική και την οικειοποίηση του χώρου. Το τρίπτυχο αυτού του σχολείου είναι τάξη – αυλή – κοινότητα και η εργασία του είναι να σχεδιάζει διαρκώς αυτό το τρίπτυχο προς όφελος της κοινωνικής οικονομίας. Η χρήση της υπαίθριας διδασκαλίας είναι επίσης στην οπτική των υποκειμένων του. Το αίτημα για ζωή, η δυνατότητα να μην είμαστε «γυμνή ζωή», αλλά μια μορφή ζωής, όπως λέει και ο Agamben, είναι η απάντηση στο θάνατο που σκορπά η οικονομία της αγοράς. Η κοινωνική οικονομία είναι το οικονομικό που έπεται του πολιτικού. Κεντρικό σ’ αυτή την αντίληψη είναι το ανοιχτό προς τα έξω σχολείο, η βιβλιοθήκη και η παραγωγή μέσα από τα υλικά δίκτυα – κι όχι τα ψηφιακά – σθεναρών σχέσεων με πολλούς ενήλικες που μπορούν να αντικαταστήσουν την απώλεια της αυθεντίας των γονιών και των εκπαιδευτικών. Ο στόχος είναι η διαρκής παρουσία της παιδικής ηλικίας στην πόλη που συνοδεύει την ανάπτυξη του κάθε παιδιού, μέσα από μια παιδαγωγική, η οποία έχει τις οφειλές της στη θεσμική, την κριτική και την αντί – οιδιπόδεια παιδαγωγική. Αυτή η πόλη που είναι ανοιχτή, δωρεάν και όλο δικαιώματα για τα παιδιά. Η επιστημολογία των επιστημών, η φιλοσοφία, ο οπτικός αλφαβητισμός η κριτική στην επιστήμη και οι πολλαπλοί αλφαβητισμοί συσχετίζονται με τη συλλογική δράση, τις ομάδες και την πολιτική. Η πολιτική είναι μέσα στο σχολείο, τόσο ως αριστοτελική πράξη και φρόνηση όσο κι ως παράδειγμα κοινωνικής επιστήμης που διαλέγεται επιστημολογικά με τις άλλες γνωστικές περιοχές. Το γνώσιμο μπορεί να αναμετρηθεί με τον Οιδίποδα και την Σφίγγα, αλλά και το ξεπέρασμά του.

Η δυνατότητα να μιλήσουμε για μια αντί – οιδιπόδεια παιδαγωγική, να μιλήσουμε για κριτική, δημοκρατική και θεσμική παιδαγωγική, είναι το αίτημα για να προσδιορίσουμε εκ νέου την έννοια της δημοκρατίας., καθώς δεν φτάνει η αντιπαράθεση της διοίκησης με την παιδαγωγική για να έχουμε πλήρως τα χαρακτηριστικά της. Αν η δυνατότητα για ένα τόπο ισότητας, όπως είναι το σχολείο σύμφωνα με τον Ranciere, χαθεί και η οικογένεια ως τόπος ανισότητας γίνει ο νέος τόπος συγκρότησης της υποκειμενικότητας, τότε η καταστατική ανισότητα είναι αξεπέραστη. Κι είμαστε αντιμέτωποι με την αδυνατότητα να συγκεντρώνονται οι άνθρωποι και να έχουν την δημοκρατική στιγμή να αποφασίσουν για το παρόν τους. Η δημοκρατική στιγμή επίσης είναι η αναβολή της απόφασης και η έκσταση στο άξιο να ερωτηθεί. Αλλά προϋποθέτει και το δημόσιο χώρο για να εξασφαλιστούν οι αδύναμες σχέσεις δύναμης και λόγου. Η δημοκρατική στιγμή έχει τις αναφορές της στον Derrida και το άξιο να ερωτηθεί είναι η κληρονομιά του Heidegger. Τι μπορούμε να ρωτήσουμε σήμερα; Ίσως αν το σχολείο θα το εγγράψουμε στον άμεσο κόσμο της κοινωνικής οικονομίας, του εδάφους και της χώρας ή στον κοσμοπολιτισμό, με κύριο χαρακτηριστικό αυτό που ήδη έχουμε, την μετανάστευση. Η αλλαγή του κόσμου και στην μία και στην άλλη περίπτωση προϋποθέτει τη δυνατότητα ο λόγος να έχει τον τόπο του, αλλά και την πολιτική ηγεμονία του. Δεν προϋποθέτει υποχρεωτικά την κατάληψη της εξουσίας, σύμφωνα με τον Holloway. Όμως ο κόσμος ως έξω είναι η δυνατότητα της ίδιας της φαινομενολογικής υποκειμενικότητας στην οποία έχει δικαιώματα η παιδική ηλικία. Η πολιτική είναι μια επινόηση της δυνατότητας να έχουμε κόσμο κι αυτό αφορά και το ίδιο το σχολείο να έχει τον άμεσο κόσμο του. Αυτός ο κόσμος είναι σε σύγκρουση με την αναπαραγωγή του κοινωνικού σχηματισμού κι αυτός επιτρέπει τη διάνοιξή του με βάση τα ερωτήματα των προβλημάτων που παίρνουμε μέρος στη λύση τους. Η ανάγνωση στην κριτική παιδαγωγική του Freire είναι η ανάγνωση της ανάγνωσης αυτού του κόσμου. Το κείμενο, το βιβλίο, ο κόσμος, η κριτική παιδαγωγική, η ανάγνωση και η πολιτική είναι ένα πεδίο ερμηνευτικής. Το σχολείο της κοινότητας είναι ανοιχτό στον κόσμο της κοινότητας, εισάγοντας λόγους, καταπιεστές ή ιεραρχίες και εξάγοντας επιθυμίες, συμπτώματα, όνειρα, συμβάντα, πολιτική και συλλογικές δράσεις. Η περιφορά του σχολείου της κοινότητας στην προβληματική μας είναι όπως η περιφορά του έργου τέχνης στον Derrida, μια λύτρωση από το πένθος που αφήνουν πίσω τα ερείπια της κρίσης και μια διαμαρτυρία για τον κόσμο που χάνεται από την φαινομενολογική ματιά μας. Η περιφορά αυτή είναι μια πράξη διαμαρτυρίας, μια κραυγή, όπως αυτή με την οποία ξεκινά η διαμαρτυρία γι’ αυτόν τον κόσμο στον Holloway, μια κοσμική στιγμή άμεσης δημοκρατίας, μια νομαδική πολιτική αποστολή στο κενό, μια λογοτεχνική αναπαράσταση των δυνατοτήτων και των ορίων των πράξεων του ανθρώπου – μια τραγωδία, μια αντί – οιδιπόδεια παιδαγωγική μεταβίβαση μυστικών και γνώσεων από το παρελθόν, για την ώρα του κατακλυσμού, για την έξοδο και την επινόηση του παρόντος. Ο λοιμός (και ο λιμός) που πέφτει στη χώρα, όπως στον Οιδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή, μας φέρνει αντιμέτωπους με μια αντί – οιδιπόδεια παιδαγωγική όπως αυτή που ταιριάζει στον Οιδίποδα Επί Κολωνό. Ο πόλεμος κατά της νεότητας [war on youth] είναι η επιστροφή του Οιδίποδα και μια αντί – οιδιπόδεια παιδαγωγική είναι απαραίτητη όσο ποτέ. Μπορούμε να αφήσουμε τα παιδιά να κυβερνήσουν, όπως θα ήθελε και ο J. Korczak. Το σχολείο της κοινότητας, το σχολείο της ζωής, της φύσης, της χαράς, της ανάγνωσης του κόσμου, της πολιτικής, της κίνησης, της ροής, της επιστημολογίας και των τεχνών, των (ν)ομάδων, των ποδηλάτων, της ελπίδας, της ειρήνης, του τυπογραφείου και των συλλογικών δράσεων, είναι τελικά, λόγω της τραγωδίας, ένα έργο τέχνης, μια Λοξή Τάξη (2015), μια εκ νέου επιτέλεση των σχέσεων του χώρου και του χρόνου της μάθησης της παιδικής ηλικίας και της τραυματικής μάθησης των ενηλίκων, την περίοδο της ελληνικής και της ευρωπαϊκής κρίσης