Ο Κος Πενθήμερος, 19. Ο κόσμος κι οι παραφορές του

Ο Κος Πενθήμερος φιλοτέχνησε με περισσή φροντίδα ένα χρονικό του 20ου αιώνα με τον τίτλο «Ο κόσμος κι οι παραφορές του». Μέσα σ΄ αυτό ενέταξε και προηγούμενες συνέχειες αυτού του ατέρμονου κειμένου, που πληθαίνει και πολλαπλασιάζεται και προς κατευθύνσεις, όχι και τόσο σχετικές με το αντικείμενο της μελέτης του. Θα μπορούσε λοιπόν, δίπλα στις παραφορές, να βάλει και τις παραφθορές, τις παραλληλίες, και άλλα που δεν μπορούσε να σκεφτεί εκείνη τη στιγμή και να φτιάξει μια σύνοψη κατατοπιστική και ελκυστική στο σημερινό αναγνώστη. Γι′ αυτό ζήτησε τη βοήθεια του Φιλίπ Οντουάν («Οι Σουρεαλιστές», εκδόσεις 'Θεμέλιο', 1990) και ιδού το αποτέλεσμα:

Η καρδιά της δεκαετίας του ’20 χτυπά στο ρυθμό που επιβάλλει ο σουρεαλισμός. Τον «Αφρό των Ημερών» (μυθιστόρημα του Μπορίς Βιάν σουρεαλιστικής έμπνευσης, δημοσιευμένο στα τέλη της δεκαετίας του ’40) δεν τον χαρακτηρίζει κανένα ριζοσπαστικό επαναστατικό ρεύμα, αλλά διάφορες μόδες όπως η κόμμωση των γυναικών αλά γκαρσόν, οι σαδομαζοχιστικές τάσεις, η θριαμβεύουσα Μιστενγκέτ, η Ζοζεφίνα Μπαίηκερ και η τζαζ. Η high society συχνάζει στα καμαρίνια των κλόουν, τα σπορ είναι του συρμού. Σπορ είναι και τ΄ανοιχτά αυτοκίνητα. Τα πουλόβερ φοριούνται πολύ, οι δεσποινίδες μαθαίνουν σκι. Η Σιτροέν κυκλοφορεί ένα πανάκριβο μοντέλο, την ευρύχωρη μπερλίνα 10 HP. Όσο, για το όνομα του κατασκευαστή λάμπει στον πύργο του Άϊφελ κάθε βράδυ. Τα μονοπλάνα και τα διπλάνα πετούν πάνω από τον Ατλαντικό. Οι σουρεαλιστές μπορεί, να διαφωνούν μ΄ όλα αυτά αλλά, οι μόδες κυριαρχούν πάντα σε πείσμα των αντιρρησιών. Φανταχτερές και μάταιες επιδείξεις, ανόητες και ασήμαντες. Είναι ο κόσμος του Μεγάλου Γκάτσμπι, του μυθιστορήματος του Αμερικανού Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ, όπου η επίδειξη πλούτου, ο αριβισμός, η ματαιοδοξία κυριαρχούν και οι άνθρωποι καταστρέφονται. Ή, όπως θα έλεγε ο δικός μας Βύρων Λεοντάρης  «είμαστε ανίατα μεσοπόλεμος».

» Το 1924 πεθαίνει ο Λένιν και αρχίζει η δυσχερής άνοδος του Στάλιν. Στο αντίθετο στρατόπεδο, ο Μουσσολίνι ρίχνει τη μάσκα του με την δολοφονία του Ματτεότι. Κάποιος Αδόλφος Χίτλερ δημοσιεύει ένα βιβλίο που κανένας δεν παίρνει στα σοβαρά. Τίτλος: «Ο Αγών μου». Την επόμενη χρονιά ξεσπά ο πόλεμος του Ριφ, πρώτη αντιαποικιακή εξέγερση. Ο Στάλιν παραμερίζει τον Τρότσκι: σε δύο χρόνια θα διαγραφεί από το Κόμμα, σε τέσσερα θα απελαθεί, σε δεκαπέντε θα δολοφονηθεί. Το 1926 ο Χιροχίτο ανεβαίνει στον θρόνο των Μικάδων. Το 1927 οι ΗΠΑ εκτελούν τους Σάκκο και Βανστέττι, δείχνοντας πόσο υπολογίζουν τους Λατίνους αναρχικούς για τους οποίους έχει κινητοποιηθεί η υφήλιος. Το 1928, στην Πορτογαλία, ο Σαλαζάρ παίρνει την εξουσία. Στην Κίνα ο Τσαγκ Καϊ – Σεκ τον μιμείται…»

Μέσα σ΄ αυτό το παρδαλό ιστορικό σκηνικό οι σουρεαλιστές θύουν στην παντοδυναμία του Ασυνειδήτου, θεωρούν πως η γλωσσική απελευθέρωση θα οδηγήσει και στην απελευθέρωση του ανθρώπου από τα απωθημένα, που εμπεριέχει το συμβατικό λεξιλόγιο. Αμφισβητείται, πως η ελευθεριά του ενός σταματά ακριβώς εκεί, που εμποδίζει την ελευθερία του άλλου. Ο θετικισμός και όλη η προγενέστερη φιλοσοφική παραγωγή αμφισβητείται.

(Μήπως αυτό δεν φέρνει στο νου τη ρήση του Τσώρτσιλ: Ποιος δεν είναι αριστερός στα 20; Κοντά όμως στα 60 γίνεται Πάγκαλος, κάπως έτσι δεν το είπε ο πρωθυπουργός της νίκης και νεκροθάφτης της Ελληνικής Εθνικής Αντίστασης; Ο Πάγκαλος πάντως, ενοχοποίησε πολλούς με το «μαζί τα φάγαμε» και πάχυνε τόσο, που του διαθέτουν ένα ειδικό φορείο για να κουβαλάει την κοιλιά του, ενώ ο εγκέφαλός του έχει συρρικνωθεί επικινδύνως. Ο προπάππος δικτάτωρ, αυτός υπερυπουργός πρώην, και διανοούμενος ολκής κάποτε, καταρρακώνει το πνεύμα και την νεότητά του – πούλεγε πως «θα γινόταν άλλος» όταν ήταν στα Παρίσια. Και έγραφε στο σουρεαλιστικό περιοδικό Πάλι μαζί με τον Πάνο Κουτρουμπούση, τον Δημήτρη Πουλικάκο και τον Νάνο Βαλαωρίτη. Τώρα, η φιγούρα και η γλώσσα του φλερτάρουν με το γκροτέσκο, τον ακατάσχετο λίβελο και τη δειλία αφού ο κύριος Θεόδωρος μιλά βεβαίως εκ του ασφαλούς στους καημένους ιθαγενείς, σε νοικοκυρές και δημόσιους υπαλλήλους που δεν διαβάζουν Μπρετόν).

Πριν το Πρώτο Μανιφέστο κιόλας ο Μπρετόν διακηρύσσει πως: » Όσες ελπίδες απομένουν σ’ αυτόν τον απελπισμένο κόσμο θα ρίξουν την τελευταία τους ματιά στις αξιοθρήνητες παράγκες μας παραληρώντας: σκοπεύουμε να συντάξουμε μια νέα διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου».  

«Η πόλη μεταμορφώνεται σε δάσος που κρύβει κινδύνους, θαύματα, ενώ οι ιεροί τόποι δεν είναι παρά παγίδες πόθου. Έτσι η άσκοπη περιπλάνηση, η φλανερί αποτελεί έναν τρόπο να διευρύνουμε τη δεκτικότητά μας απέναντι στα φαινόμενα.»

«Τρέξε κόσμε, εδώ αρχίζει το Βασίλειο του ακαριαίου.»

» Ένα νέο βίτσιο γεννήθηκε μια τρέλα παραπάνω, ο σουρεαλισμός, γιος της φρενίτιδας και της αβύσσου» (Αραγκόν).

«Ζούμε ακόμη κάτω από την βασιλεία της λογικής» φώναζε ο Μπρετόν. Κι ακόμα: «Δεν είναι ο φόβος της τρέλας που θα μας υποχρεώσει ν’ αφήσουμε μεσίστια τη σημαία της φαντασίας».

11072202_775087725920299_323663723294565649_o

«Η σουρεαλιστική φωνή που ξεσήκωνε την Κύμη, τη Δωδώνη και τους Δελφούς δεν είναι κάτι διαφορετικό απ’ αυτήν που μου υπαγορεύει λιγότερο εξαγριωμένους λόγους.»

Η Κύμη, σήμερα, είναι ένα μίζερο λιμάνι, που σε διαπεραιώνει στις Σποράδες – που τραγούδησε και ο Εμπειρίκος. Η Δωδώνη έγινε παγωτοβιομηχανία. Και οι Δελφοί ένα τσίρκο συνεδρίων και συνέδρων με λευκά κοστούμια και φαλάκρες, νεαρές φοιτήτριες που σαν γαϊτανάκι περιδινούται γύρω από τον Ιερό Τόπο. Αενάως. Το σπίτι των Σικελιανών, βουβό αξιοθέατο. Οι Δελφικές Εορτές, μαυρόασπρες φωτογραφίες σε άλμπουμ. Να λοιπόν που ό,τι δεν κατάφερε ο σουρεαλισμός, το έκανε με το χειρότερο τρόπο η πρόοδος. Αν και αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί πρόοδος, αλλά οδός της απωλείας. Οι Ιεροί τόποι κατάντησαν πασαρέλες συνέδρων που περιφέρονται, φορώντας το ένδυμα της αυθεντίας. Τα φλας των μηχανών ανάβουν και την επομένη εμφανίζονται στην κοσμική στήλη της «Καθημερινής», όπου διαβάζεις για τα περισπούδαστα που ειπώθηκαν, διατυπωμένα με βαρύγδουπο και πομπώδη τρόπο. Στο βάθος οι Σποράδες αστράφτουν στον ήλιο. Ανατολικότερα οι Κυκλάδες, λουσμένες στο φως. Αυτές δεν εμφανίζονται στις φωτογραφίες, παρά μόνο στα sites των ξενοδοχείων με πισίνες. Εκεί διασκεδάζουν Λαζόπουλοι και καναλάρχες αγκαλιασμένοι, αφού δεν υπάρχουν πια διανοούμενοι, όπως τους ήθελε ο Γκράμσι.

Το πρώτο Μανιφέστο ήταν πρόωρο. Όταν ακόμη ο Σουρεαλισμός δεν είχε βαδίσει το πεπρωμένο του. Σε πολλά σημεία του είναι πλαδαρό, ανέμπνευστο. Περιέχει ένα σωρό οδηγίες προς ναυτιλομένους που έχουν πετάξει τη στολή με τις ρίγες και τον μπερέ με την κόκκινη φούντα. Κάποια σημεία του είναι φλύαρα. Οι παρουσιάσεις των πρώτων σουρεαλιστών που αποτελούσαν το έρμα του και καταλάμβαναν σελίδες επί σελίδων στην «Ανθολογία του Μαύρου Χιούμορ» είναι πρωτόλειες ως ένα βαθμό. Το ίδιο και οι παρουσιάσεις της πρώτης σουρεαλιστικής ομάδας. Εκτός από τα χωρία για τα όνειρα, το υπόλοιπο κείμενο πλατειάζει. Ο σουρεαλισμός δεν ξεκίνησε με το πρώτο Μανιφέστο. Ο Μπρετόν πάντως θα μπορούσε να περηφανεύεται δικαίως – εκείνη την εποχή – για τα «Μαγνητικά Πεδία», που έγραψε με τον Φιλίπ Σουπώ..

 

Ο Κος Πενθήμερος δυσκολευόταν, να πει τόσο απαξιωτικά πράγματα για τον Μπρετόν. Γιατί αυτός ο αγαλματώδης άνδρας του δημιουργούσε ανάμεικτα συναισθήματα δέους και θαυμασμού. Μια στιγμή ένιωσε την ανάγκη,να γονατίσει μπροστά σ’ ένα πόστερ σε φυσικό μέγεθος που τον παρουσίαζε όρθιο, ολόσωμο και προφίλ. Ήταν γι′ αυτόν σήμερα ένας γκουρού. Ό,τι ακριβώς ήταν για τους ανθρώπους του στη δεκαετία του ΄20 και του ’30. Κάτω από τη φωτογραφία έγραφε:

«ΞΕΡΩ ΠΩΣ ΟΣΟ ΖΩ ΘΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΑΝΤΑ ΕΝΑ ΝΗΣΙ ΜΑΚΡΥΑ»