Ο Κος Πενθήμερος, 13. Οι DADA, ο Ζαρρύ & το λευκό σκουλήκι

Οι Dada και τα ιστορικά συμφραζόμενα

Ο Κος Πενθήμερος δυσφόρησε κάπως με το τελευταίο ποίημα, αλλά ίσως να ερεθίστηκε κιόλας. Παλιότερα στο γραφείο ακόμη, η libido του ήταν υποτονική, αν όχι ανύπαρκτη. Τα Σαββατοκύριακα ανιούσε και περίμενε, πότε θα περάσουν. Δεν είχε όρεξη για οτιδήποτε άλλο, πλην των καθημερινών αναγκών αυτοσυντήρησης. Τα πράγματα άλλαζαν. Τώρα ξεκουραζόταν. Μόνο ξεκουραζόταν. Χαλάρωνε. Σκέψεις, επιθυμίες, πειρασμοί άρχισαν αργά, αλλά σταθερά, να τον απασχολούν. Αντιστεκόταν διαβάζοντας.

Ήταν στη σελίδα 102 του πρώτου τόμου της πολύκροτης ιστορίας του Dada και Σουρεαλισμού.

Μια χρονολογία ήταν στην κορυφή της:

1915. Καλλίπολη. Οι Βρετανοί αποβιβάζουν στρατεύματα από την Αυστραλία και τη Ν. Ζηλανδία στα Δαρδανέλια (Απρίλιος). Τον Δεκέμβριο υποχωρούν. Οι Αυστριακοί νικούν τους Ρώσους τον Ιούνιο. Ενώ, η Ιταλία κηρύσσει τον πόλεμο στην Αυστροουγγαρία.

Το Dada στη Νέα Υόρκη. Οι φωτογράφοι Άλφρεντ Στήγκλιτζ και Μάριας ντε Χάγιας βγάζουν το περιοδικό 291. Καταφθάνουν εξόριστοι: Μαρσέλ Ντυσάν, Φρανσίς Πικαμπιά, Γκαμπριέλ Μπυφέ. Ο Μαν Ραίη εκδίδει The ridgefield gazook. Ο Ντυσάν αρχίζει το «Mεγάλο Γυαλί» (1915-23).

 1916. Η Ρουμανία μπαίνει στην Αντάντ. Η μάχη του Βερντέν. Στη Νέα Υόρκη συναντήσεις των Ντυσάν, Πικαμπιά, Μαν Ραίη. Στο Παρίσι εκδίδεται το περιοδικό Sic.

 Στη Ζυρίχη ιδρύεται το Cabaret Voltaire από τον Ούγκο Μπαλ, που θ’ αποτελέσει ένα από τα τεμένη των ντανταϊστών. Στην έκθεση που διοργανώνεται στον πλέον διάσημο αυτό χώρο, συμμετέχουν εκτός από τους συνήθεις υπόπτους και οι August Macke, Αmedeo Modigliani, Max Oppenheimer, Pablo Picasso. Στις 14 Ιουλίου στο zunfthaus zur Waag ο Tzara απαγγέλλει το πρώτο «νταντά μανιφέστο»:

Ο Tristan Tzarra, ο γαλλορουμάνος ποιητής, εμπνευστής του Dada

Ο Tristan Tzarra, ο γαλλορουμάνος ποιητής, εμπνευστής του Dada

 

 «Εμείς φτύνουμε την ανθρωπότητα.

Dada – τρέπει τις ιδέες σε φυγή.

Κάθε οικοδόμημα συγκλίνει σε μια βαρετή τελειότητα. 

Κάθε προϊόν αηδίας, που έχει την τάση να γίνει η άρνηση της οικογένειας είναι Dada.

Η υιοθέτηση όλων των τρόπων συμπεριφοράς, που η σεξουαλική ντροπή, οι βολικοί συμβιβασμοί και η ευγένεια ανέκαθεν καταδίκαζαν: Dada.

Η κατάργηση των προφητών.

Η κατάργηση του μέλλοντος»

1917– Το μεγάλο ιστορικό γεγονός του έτους είναι η Ρωσική Επανάσταση.

Οι ΗΠΑ μπαίνουν στον πόλεμο.

Εκδίδεται το 391, το περιοδικό του Πικαμπιά, που παρωδούσε τις μηχανές.

Ένας ποιητής, ένας μουσικός και ένας ζωγράφος (Ζαν Κοκτώ, Ερίκ Σατί και Πάμπλο Πικάσο) συνεργάζονται στο ανέβασμα του μπαλέτου Parade.

Ανεβαίνουν στο θέατρο, «Οι Μαστοί του Τειρεσία» του Απολινέρ.

1918– Ανακωχή. Παραίτηση του Κάιζερ, ανακήρυξη της δημοκρατίας. Επανάσταση των Σπαρτακιστών.  Ανεξάρτητα κράτη: Πολωνία, Λετονία, Λιθουανία, Εσθονία.

Οι γυναίκες κατακτούν το δικαίωμα ψήφου.

1919. Ενώ δολοφονούνται οι Λήμπκνεχτ και Ρόζα Λούξεμπουργκ στο Βερολίνο και εγκαθιδρύεται η περιβόητη Δημοκρατίας της Βαϊμάρης,  οι Dada συνέχιζαν το βιολί τους με ηχοποιήματα, κολλάζ, εγκαταστάσεις, εκδόσεις περιοδικών, ενώ εξαπλώνονται και στην Κεντρική Ευρώπη.

Ο πιο γνωστός, διεισδυτικός, μαχητικός, ριζοσπαστικός ζωγράφος Γκέοργκ Γκρος προσχωρεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα (το οποίο αργά αλλά σταθερά συρρικνώνεται εξαιτίας των αποινών διώξεων) και εικονογραφεί, σχολιάζει, παρωδεί τους αστούς και την παρακμιακή ατμόσφαιρα που τους περιβάλλει. Στους πίνακες και τα σχέδια του Γκρος «ο θάνατος διασχίζει το κέντρο των ανώφελων δραστηριοτήτων του ανθρώπου, αθέατος όπως στη μεσαιωνική εικονογραφία». Ο Γκρος (1893-1959) που, εκτός από ζωγράφος ήταν και σατιρικός συγγραφέας, συμμετείχε στις αντιπολεμικές διαδηλώσεις. Μετανάστευσε στην Αμερική το 1933 όπου συντηρητικοποιήθηκε και βούλιαξε στην ανωνυμία.

Ήταν όλοι τους πολύ νέοι, εκείνα τα χρόνια, πολύ ρηξικέλευθοι, κάποιοι πολύ ριζοσπάστες, μερικοί διέγραψαν μια σύντομη τροχιά στο κίνημα και τράπηκαν σε φυγή, μετά την παρακμή του και ακολούθησαν μοναχική πορεία. (Ο Μπαλ έγραψε ένα ημερολόγιο, για τα τρελά χρόνια και αποσύρθηκε στην ασφάλεια της θρησκείας. ο Χανς Αρπ πήγε στο Ισραήλ). Άλλοι συνέχισαν, προσχωρώντας και ευθυγραμμιζόμενοι με τον διάδοχο του Dada τον Σουρεαλισμό, ή ακολούθησαν παράλληλη πορεία.

 

Ο Αλφρέ Ζαρρύ και το λευκό σκουλίκι

Σκίτσο, που απεικονίζει τον "βασιλιά Ubu", την μεγαλοφυή φάρσα του δεκαπεντάχρονου Ζαρρύ

Σκίτσο, που απεικονίζει τον «βασιλιά Ubu», την μεγαλοφυή φάρσα του δεκαπεντάχρονου Ζαρρύ

«Το λευκό σκουλήκι των τάφων βγαίνει από τη φωλιά του». Να, που διάβαζε ένα στίχο ταιριαστό με τη Σφαγή, το Μακελειό, τις εκατόμβες νεκρών, τη διάψευση που ένιωσαν οι εθελοντές, του σωρούς σκατού στα χαρακώματα, τους λιποτάκτες, τα αέρια που τύφλωσαν –προσωρινά δυστυχώς– τον μελλοντικό Αδόλφο με το μουστάκι και τώρα δεκανέα, ύστερα αποτυχημένο ζωγράφο, κλοσάρ, τρόφιμο του στρατού Σωτηρίας, και πραξικοπηματία της μπυραρίας, φυλακισμένο για ελάχιστο διάστημα και τέλος δικτάτορα.

Το σκουλήκι όμως, λευκό ή κόκκινο,  από τους τάφους ή τα χαρακώματα με τα σκατά, τη λάσπη, την κόλαση, τους εφιάλτες, τα παρατημένα γράμματα της αδελφής ή της αγαπημένης, το έγραψε ο πολύς Αλφρέ Ζαρρύ, που πέθανε νωρίς. Το 1906 ο έφηβος του «Υμπύ ο βασιλιάς» και του «Υπεραρσενικό» – αυτός λοιπόν, που δε γνώρισε τη φρίκη του πολέμου, αλλά της ειρήνης και που έπαιζε με το πιστόλι του, τρομάζοντας τους Φιλισταίους και που ζήτησε πριν πεθάνει μια οδοντογλυφίδα, που δεν έριξε ούτε μια σφαίρα, αλλά ευθύβολες σκηνές και λέξεις στα αυτιά όσων δεν ήθελαν, ν’ ακούσουν κάτι που δεν είχαν ξανακούσει – αυτός κατάλαβε καλύτερα από τον κάθε αυτοεξόριστο, επίδοξο επαναστάτη, από κάθε Ούγκο Μπαλ, από κάθε Ντυσάν, από κάθε Χύλζενμπεκ και Ρίχτερ, τη φρίκη, την κόλαση, τον Άδη, που είδε οκτώ χρόνια πριν, όταν έγραφε τον επίλογο, όταν κορόιδευε τον καθηγητή ή την κυρία, που φοβήθηκε, μήπως σκοτώσει τα παιδιά της με το ρεβόλβερ κι αυτός της είπε, μα τότε, σ’ αυτήν την περίπτωση, θα σας κάνω άλλα κυρία μου. Αυτός κατάλαβε, πρόβλεψε – και βιάστηκε, να φύγει στα 33 του, στα χρόνια του Χριστού και του Μεγαλέξανδρου για να μη δει, να μην ζήσει την κόλαση, τον εφιάλτη, τη Δίνη, το Στρόβιλο ενός αιώνα που, δεν είχε ξεκινήσει ακόμα. Για να μην παρασυρθεί και πάει στον πόλεμο μαζί με τον φίλο του τον Απολινέρ, ή για να μην αναζητήσει το απόλυτο, το ανέφικτο, το άπιαστο όπως οι Ζακ Βασέ,  Ζακ Ριγκώ, Αντονέν Αρτώ, τους τρελούς, τους αυτόχειρες ή όπως ο Μαλλαρμέ που η ζαριά του ήταν ντόρτια.

Αυτός, ο Αλφρέ Ζαρρύ, που τ’ όνομά του ήταν εύθραυστο, ρίσκαρε, παίζοντας ζάρια και προτίμησε, να ζήσει ως άσωτος, μ’ ένα μουσάκι αλλά ντ’ Αρτανιάν, διασκεύασε – σηκώνοντας λίγο το κεφάλι, όχι τόσο με έπαρση, αλλά με σατιρική διάθεση και σχεδόν σχολικό χιούμορ – τον «Ριχάρδο Γ΄» και τον «Μάκβεθ» του Σαίξπηρ.

Ο Κος Πενθήμερος, που δεν ήξερε παρά ελάχιστα τα δύο έργα του Σαίξπηρ και που αγνοούσε τον Αλφρέ Ζαρρύ και τον «Υμπύ» του. Ο Κος Πενθήμερος, που δεν είχε πιάσει ποτέ πιστόλι στα χέρια του, εκτός από την ώρα της βολής στον στρατό. Ο Κος Πενθήμερος, καθημερινός άνθρωπος, φιλήσυχος και νομοταγής από συνήθεια, είχε τώρα την περιέργεια να διαβάσει τα δύο έργα του Σαίξπηρ και το θεατρικό του νεαρού ντ’ Αρτανιάν. Κι όλα αυτά, εξαιτίας του τόσο καίριου αυτού στίχου: » Το λευκό σκουλήκι των τάφων βγαίνει από τη φωλιά του». Ο Κος Πενθήμερος, οργανωτικός τύπος από τη φύση του, θέλοντας, να απαλλαγεί από την παλιά συνήθεια των πέντε ημερών στο γραφείο και περιμένοντας με ιώβεια υπομονή, να περάσει αυτό το καταραμένο εξάμηνο, που είχε ορίσει ο ίδιος, πως θα τον έβγαζε στο δρόμο όπως και πριν, κάθισε να κάνει ένα σχέδιο εργασίας. Πρώτα στο μυαλό του, έπειτα στο χαρτί και τέλος θα ζητούσε την επικουρία του υπολογιστή, από τον οποίο έπρεπε, να πετάξει όλα τα αρχεία της δουλειάς. Αλλά γι′ αυτό, το τελευταίο δεν είχε έρθει ακόμη η ώρα. Έψαξε CD για συνοδευτική μουσική. Έβαλε το χαμόγελο της Τζοκόντας του Χατζηδάκι. Αν και πάντα του φαινόταν, πως αυτή η μουσική ήταν κατάλληλη για ακριβά ρεστωράν ή αεροδρόμια, εκτός από το «ο χορός με τη σκιά μου» τ’ άλλα του φαίνονταν ανούσια και ανιαρά. ‘Ετσι, άκουσε μόνο αυτό το κομμάτι κι έβαλε μουσική της Καραΐνδρου, που συνόδευε τις εικόνες του Αγγελόπουλου στην ταινία «Ταξίδι στα Κύθηρα». Αυτή είχε τουλάχιστον κι ένα ωραίο ζεϊμπέκικο με τον Νταλάρα. Στο τέλος έβαλε ένα σπάνιο πια δίσκο το Media Luz του Λουκιανού Κηλαηδόνη. Ήταν ένα βινύλιο, που ήταν θαύμα, πως έπαιζε ακόμη, ύστερα από τόσες φορές που είχε διασχίσει τ’ αυλάκια του η βελόνα του πικ-απ. Αν και ήταν ένας συνηθισμένος, καθημερινός και μάλλον βαρετός, για τους άλλους πάντα, τύπος, με τη μουσική είχε μάλλον καλή σχέση. Τίποτ’ άλλο δεν του ξυπνούσε τις ελάχιστες μνήμες, που κουβαλούσε από το απώτατο παρελθόν του. Τώρα θα εξέταζε το παρελθόν του Ζαρρύ, του Μπρετόν ακόμη και του Σαίξπηρ, αύριο ακόμα και του Δάντη. Κάποτε θάφτανε πάλι στον Όμηρο. Μήπως δεν είχε αρκετόν καιρό μπροστά του, για οτιδήποτε αποφάσιζε να κάνει; Θα συνομιλούσε λοιπόν με τις μεγαλοφυίες.