Το όνομά μου

Η ταυτότητά  στο όνομα του γράφει  Χρήστος. T­ώρα είναι μεσόκοπος , αλλά με νεανική διάθεση και μοντέρνα μυαλά .  Με τους συνομηλίκους του δεν έχει και πολλά, πολλά.. Στα κλαμπ νοιώθει άνετα όρθιος . Άμα του  πεις πως κοντεύει τα εξήντα θα κοιτάξει γύρω του να δει για ποιον  πρόκειται.  Καμιά φορά  ο Δημητράκης ο ανιψιός του, για να τον πειράξει, τον λέει μπάρμπα και κάνει πως δεν ακούει.  Επίσης  τον πιάνει  και κατάθλιψη πότε, πότε.

Το Χρήστος γράφεται  με ήτα.  Έτσι του έλεγε ο δάσκαλος στο χωριό του το Κομπίτσι.Tα ξαδέλφια του και τα άλλα παιδιά τον φώναζαν.. ορέ. Oρέ..  σκέτο

Όταν πήγαινε στο γυμνάσιο, ο πατέρας του, εκτός από τα εισιτήρια του λεωφορείου, του  έδινε δυόμισι φράγκα παραπάνω…

-Πάρε Χρηστάκη , να φας το μεσημέρι  φακές, στο μαγειρείο του Ρουβά. Θα πεινάς μέχρι το απόγιομα που θα γυρίσεις, μετά το φροντιστήριο.

Μετά  το Λύκειο μπήκε σε μια Στρατιωτική Υπηρεσία.

Εκεί, το κύριε ..τάδε, το άκουγε από τα δεκαοκτώ του.  Η στολή και οι μεγαλύτεροι σε γαλόνια και ηλικία,  του βάζανε χέρι και φρένο. Στα μυαλά και στη ζωή. Έπρεπε να ζει και να κινείται μέσα από τη στολή. Και  ας ήταν είκοσι και είκοσι δύο χρονών.  Καμιά φορά τον τιμωρούσανε αλλά με το ..κύριε τάδε, πάντα. Δεν κάνεις όνειρα, δεν πετάς αλλά ούτε και μπορείς να πετάξεις από πάνω σου τη στολή. Πρέπει να ζεις με αυτή είσαι υποχρεωμένος.

Όταν γύριζε με άδεια, ο πατέρας του έλεγε.. ήλθε ο Χρηστάκης  αλλά με τα πολιτικά. Τον είχε ιδεί την πρώτη φορά με τη στολή. Ήθελε να τον βλέπει συνέχεια, τον καμάρωνε μάλλον.

Σιγά τη στολή δηλαδή, δυό σαρδέλες είχε  όλες και όλες στο μπράτσο του. Ποιό εικοσάχρονο παιδί πάει σπίτι  με τη στολή του  στην άδειά του;assets_LARGE_t_420_53609787

Στα είκοσι οκτώ  του  μια Αριάδνη, στη Ρόδο, τον αποκαλούσε.. Χριστούλη.  Όταν την αγκάλιαζε, πάντα την τελευταία στιγμή του έλεγε.. μη  δεν κάνει, σταμάτα, είμαι παρθένα. Το σεβάστηκε.. Όταν ήλθε στην Αθήνα, αυτή τον ακολούθησε. Έτυχε να διοριστεί κάπου Δημόσιο, στη Σαλαμίνα..  Ένα Σαββατοκύριακο  που ανταμώσανε, του είπε να  κάνουνε το απαγορευμένο.

Μωρέ δεν έβγαλε ..κιχ.  Η πουτάνα.

 

Κάπου στα τριάντα πέντε,  ένας συνάδελφός του, τα πρωινά στο γραφείο, του έλεγε  « ΚαλημέραΚίτσο  » . Πανέξυπνος, καλός άνθρωπος, καλός συνάδελφος και Κεφαλλονίτης.  Οι υπόλοιποι συνάδελφοί, δεν ήταν έτσι. Ένας  άλλος, παλιότερα, που κόντευε να πάρει σύνταξη, έγλυφε έναν νεαρό στα χρόνια, με γαλόνια, αδύνατο που φορούσε ρόλεξ  και είχε παντρευτεί τη θυγατέρα κάποιου πλούσιου.

Να πω καμιά κουβέντα ορέ, για τα μούτρα   και το ρόλεξ σου, σκεφτότανε. Nα μπορούσα να το πατήσω,  που το κάνεις συνέχεια μόστρα. Αυτό που σου έκανε δώρο ο πατέρας της χοντρής. Τη χοντρή  την έκρυβε, αλλά το ρόλεξ το έδειχνε .

Δεν τολμούσε όμως να το πει, γιατί τρία και τριάντα, μέτρα μαύρη τσόχα ύφασμα ραμμένα σε κουστούμι και μερικά χρυσά σιρίτια γαζωμένα στα μανίκια, του βουλώνανε το στόμα .

Έπρεπε να υπακούει, να υπομένει  τον ξερόλα, τον έτσι μ αρέσει, και  έτσι γουστάρω και αυτό που σου λέω εγώ θα κάνεις.. Έπρεπε να βλέπει κάθε πρωί το αδιάφορο, σφιχτό, ψυχρό οστεώδες και χωρίς ατμόσφαιρα πρόσωπό του. Κρίμα τα τριάντα τόσα χρόνια υπηρεσίας του άλλου του πενηντάρη που έγλυφε  τον χτικιάρη, το κατουροκάνατο με το ρόλεξ.   Και  κρίμα που ο γέρος ήτανε καλός στη δουλειά του. Αφού ρε απολύεσαι σε λίγο, τι ανάγκη έχεις ορέ να γλύφεις; του ρχότανε να  πει. Αλλά, το βούλωνε.  Ήτανε βλέπεις και οι τρεις τους στο ίδιο γραφείο και οι άλλοι οι δυο, κάνανε κόμμα..

Ο Σπύρος λοιπόν τον έλεγε Κίτσο μου ή Κιτσάκο μου.. και όταν πήρε μετάθεση αυτός πήρε τη θέση του σαν προϊστάμενος.

Γεια σου Σπυράκλα μου, σκέφτεται, όπου και νάσαι, όταν τον φέρνει στο μυαλό του. Μόνο καλά έχω να θυμάμαι από σένα. Αυτό τελικά μένει.

Πριν τα σαράντα του, στη Θεσσαλονίκη, μία τον έλεγε Χρηστάκο μου. Κοντούλα, μελαχρινή που γελούσε συνέχεια με ένα χρυσό δόντι μέσα βαθιά,  κορακίσιο μαλλί  τραβηγμένο και δεμένο πίσω που σαν περπατούσε, πήγαινε τον πισινό της πέρα, δώθε. Της είχε αγοράσει μια φορά κόκκινο νήμα για να του πλέξει  πουλόβερ.  Ένα απόγιομα  που πήγε  σπίτι της, την βρήκε με τις βελόνες στα χέρια να πλέκει.  Χωρίς να της πει τίποτα γονάτισε μπροστά της.10924734_635052086598730_1782646999668122612_n

-Μη βρε τρελέ τι κάνεις εκεί ; του έλεγε στην αρχή. Αυτός τη φιλούσε  εκει που ενώνονται τα πόδια και αυτή μέσα από τις κοφτές ανάσες και τα συνεχή α.α.α  μπέρδευε τις βελόνες με το κόκκινο νήμα. Τα χέρια της πήγαιναν πιο γρήγορα, άρχισαν να τρέμουν, το κομμάτι που έπλεκε έμεινε στη μέση, οι βελόνες φύγανε από τη θέση τους  και την ώρα που φώναζε χύνω, χύνω… της φύγανε και πεντέξι πόντοι.

Το έχει ακόμα  το πουλόβερ και  καμιά φορά που το φοράει τη θυμάται και χαμογελάει. Της έλεγε τους φόβους  που είχε από έφηβος για τα παιδιά, το γάμο, τις ευθύνες, που  τις ένοιωθε στην πλάτη του σαν το βουνό του Παντροκατόρου.

Αυτή τον άκουγε και μια μέρα του λέει με νεύρα και θυμό.

– Η γυναίκα ρε κρατάει παιδιά και  σπίτι. Τι νομίζεις ρε πως είναι ο άντρας; Πέντε ρήματα  είναι.

Φεύγει, έρχεται, δουλεύει, κοιμάται, και άμα το θυμηθεί μια φορά στο τόσο γαμάει κιόλας. Τα πρωινά  ρίχνει κανένα πούτσο, πριν πάει στο καμπινέ για κατούρημα.

.  Αυτό είσαστε ρε.. χαμένα κορμιά.. Παρτάλια. .ε ΄  παρτάλια”.

Παντρεύτηκε, δεν έκαναν παιδιά, υιοθέτησαν ένα.

-Τι είναι μελαχρινό ή ξανθό; τη ρώτησε ύστερα από χρόνια.

– Γυφτούλι είναι το χρυσό μου, του είπε

 

Η  Μπία τον εφώναζε… ε΄΄ορέ   δεν μου λες.…Άλλες φορές του έλεγε.

εσύ τι λές;…  και άλλες φορές ..για έλα  κάτσε, να σου πω μια κουβέντα.

Αυτός της έλεγε .

-Δεν μου λες ορή  Μπία μου, άλλες φορές, μα  τι λες χρυσή μου γυναίκα… ή τι λες Χριστιανή μου ..  και δεν της χάλασε ποτέ χατίρι.  Ούτε ποτέ της είπε.. αφηκέ με ορή Χριστιανή μου, η κάνε πιο κει..

Τους τελευταίους μήνες της ζωής της, τα μεσημέρια την ώρα που  τρώγανε στη βεράντα, αυτός κοιτούσε με την άκρη του ματιού του το πρόσωπό της. Οι γιατροί  του είχαν πει πως όταν θα έλθει το τέλος θα αρχίσει να κιτρινίζει. Έτσι γίνεται με τον καρκίνο στο συκώτι.

Ύστερα κατάπεσε και αυτός πήγε για λίγο  στην Αθήνα.  Είχε πόνους στο στήθος  και φοβήθηκε πως θα είχε πάλι προβλήματα με την καρδιά του. Μια  Παρασκευή βράδυ πήγε να τη δει μια γειτόνισσα  και της λέει η Μπία..

-«Θα πεθάνω  ορή  Ευτυχία και δεν θα δω τον Χρίστο μου»..

Την άλλη μέρα στην Αθήνα, την ώρα που μάζευε τα πράγματά του, για να γυρίσει, τον πήρε τηλέφωνο η Νίτσα η αδελφή του.

-Η μάννα, έφυγε, του είπε, δεν ξύπνησε, έφυγε στον ύπνο της. Το πρωί  που μπήκε η γυναίκα στο δωμάτιό της, ήταν ακόμα ζεστή.

Έβαλε την ψυχή και τον πόνο του στο πορτ μπαγκάζ, τα έκλεισε εκεί πίσω, είπε στον εαυτό του, έχω χρόνια μπροστά μου  να πονέσω, να υποφέρω, να δω πως θα είναι η ζωή από τώρα και ύστερα. Τώρα,  πρέπει να κάνω άλλες δουλειές,  πρακτικές, άμεσες  και έφυγε.  Πήγε να κάνει  αυτό που είχε υποχρέωση, την κηδεία της μάνας του

 

Άνθρωποι της οικογένειας του, μα και περαστικοί από τη ζωή του, σημαντικοί ή αδιάφοροι, σύμφωνα με το πως τον έλεγε ο καθένας,  ήταν η αιτία που ξεδιπλώθηκαν και ήλθαν στο νου, άλλες μακρινές , άλλες όχι και όχι τόσο, ιστορίες, που, ακόμα και τώρα τσιμπάνε λίγο. Μπορεί και πολύ.

– Τι κάνεις Χρηστάκη μου;  Μου λέει ο αδελφός μου στο τηλέφωνο άμα έχουμε να τα πούμε περισσότερο από δύο μέρες.

– Καλά  είμαι Κωστάκη μου, του απαντάω. Προς το παρόν. Η γυναίκα σου, τα παιδιά, είναι καλά;

Ξέρουμε και οι δυο χωρίς να πούμε τίποτα, πως ο ένας είναι κοντά στον άλλον.