Το καρό πουκάμισο

Ένα καρό πουκάμισο με τετραγωνάκια. Ένα άσπρο  και δίπλα ένα μαύρο και παραδίπλα και πάνω και κάτω και πίσω και μπρός. Τετραγωνάκια αμέτρητα, στο  γιακά, στα μανίκια.  Το κοίταζα ώρα  σε μια βιτρίνα . Μου είχε πάρει τα μάτια.  Είχε και άλλα,   αλλά σε αυτό  έπεσε το μάτι μου. Ότι πρέπει  για μένα σκέφτηκα. Πάει με  μαύρο τζιν παντελόνι. Έχω μερικά. Το πουκάμισο της βιτρίνας  φάνηκε πως ήταν από καλό ύφασμα. Δεν ήταν της σειράς. Το καλό πράμα,  το ακριβό, κράζει. Και το ψεύτικο, το φτηνό επίσης. Αρκεί να τα προσέξεις. Θα μπορούσα να το  φορέσω με ένα καλό μαύρο σακάκι άμα πήγαινα κάπου πιο επίσημα, λέμε τώρα. Αλλά  και  για τις καθημερινές μια χαρά.  Δεν είχε τιμή επάνω. Είχε και άλλα παραδίπλα, γύρω στα δέκα πέντε ευρώ. Ήθελα από καιρό να αγοράσω ένα καρό πουκάμισο. Πριν κάμποσα  χρόνια σε ένα πολυκατάστημα, είδα ένα παρόμοιο. Μου άρεσε και εκείνο τότε, πολύ. Είχα ρωτήσει την τιμή,  μου είχε φανεί πολύ ακριβό. Δεν το πήρα,  μου έμεινε ο καϋμός,  το σκυλομετάνοιωσα.  Κάθε που έβλεπα ένα παρόμοιο  να το φοράει κάποιος άλλος το κοίταζα καλά καλά. Ζήλευα. Μετά ήλθε η κρίση, τα λεφτά λιγοστέψανε, οι υποχρεώσεις μεγαλώσανε, ακύρωσα και την πιστωτική . Μόνο που φοβάμαι  μην τύχει τίποτα ξαφνικό  και πού να βρεθούνε  λεφτά και ποιος να μου δανείσει δηλαδή. Ο Θεός να μας φυλάει. Το μαγαζί αρκετά μεγάλο, τα ρούχα του καλόγουστα και μερικά σε πολύ καλή τιμή. Πρωί ακόμα, άνθρωπος στο μαγαζί  πελάτης δηλαδή, κανένας. Θα ρωτήσω πόσο κάνει, είπα. Σε μια γωνιά καθόταν ένα εξηντάρης γεροδεμένος και δίπλα του μια κοπέλα, ούτε  τριάντα.  Κάτι λέγανε και περιμένανε.  Της είπα τι ήθελα, τριάντα πέντε ευρώ μου λέει. Τόσα πολλά; της λέω.  Είχα υπ όψιν μου τις τιμές που ήταν παραδίπλα. Είδε την απογοήτευση στα μάτια μου.  Εσάς, θα σας κάνω καλύτερη τιμή, μου είπε. Την ευχαρίστησα, έφυγα. Δεν είναι γραφτό  να  αγοράσω καρό πουκάμισο, είπα. Μπορεί να το πάρω άλλη φορά. Άμα θα έχω λεφτά, άμα δεν θα χρωστάω σε τράπεζες, στην Εφορία, στα κοινόχρηστα, στη ΔΕΗ, στα τέλη κυκλοφορίας του αυτοκινήτου– και που αλλού, δεν θυμάμαι. Μπορεί να το αγοράσω  στις εκπτώσεις ή  στο παζάρι. Δεν το έβαλα κάτω.  Και ας το είχα όνειρο να φορέσω ένα τέτοιο. Αν το αγόραζα θα βγαίναμε μαζί στους δρόμους  μήπως μας κοιτάξει  καμιά όμορφη. Άλλη φορά, είπα, θα περιμένω. Κάποτε στην τηλεόραση,  μιλούσε ένας γνωστός δημοσιογράφος  με έναν επίσης γνωστό  καλλιτέχνη.  Έλεγε πως η γυναίκα του το είχε παράπονο που δεν την πήγε ποτέ στο Παρίσι παρόλο που το λέγανε  χρόνια. Όλο κάτι τύχαινε και όλο το ανέβαλαν εξ αιτίας της δουλειάς του.  Η γυναίκα  περίμενε. Να μην πάτε ποτέ, του   είπε ο δημοσιογράφος. Άμα θα πάτε, τι θα περιμένει μετά; Ενώ τώρα ελπίζει. Λίγο το χεις να ελπίζεις; Πηγαίνετε αλλού.  Έτσι και εγώ. Άμα  αγοράσω   το καρό πουκάμισο, τι θα έχω μετά να περιμένω; Κουστούμι ARMANI; Και που να το φορέσω, δηλαδή; Στο Κομπίτσι το χωριό μου, η τα πρωινά στην πόλη που έρχομαι καμιά φορά. Όχι σε δεξίωση, ούτε σε αριστερίωση δεν πάω. Το πολύ κανένα σινεμά και καμιά βόλτα τα πρωινά τις Κυριακές άμα έχει ήλιο, τώρα το χειμώνα. Άλλο δεν έχει.  Το επώνυμο ακριβό κουστούμι θέλει και χειροποίητα παπούτσια και το κυριότερο να είσαι γύρω στα σαράντα, νέος, δηλαδή, ακόμα και  Διευθυντής,  πρόεδρος, η στέλεχος σε πολυεθνική. Μπορεί και λαμόγιο.  Διαφορετικά,  στους κινέζους αδέλφια.  Τέλος πάντων, ας ελπίζω και εγώ πως κάποτε θα το πάρω. Η λέξη ελπίζω έχει μέσα της το ρήμα ζω. Και η ελπίδα έχει ζωή μέσα της. Η ζωή έχει νόημα που λέει και η αδελφή μου. Να ελπίζουμε, να μην παραιτηθούμε είναι το σπουδαίο από τους δύσκολους καιρούς,  τους δύσκολους  και ξένους ανθρώπους που μας εξουσιάζουν, που δεν τους ενδιαφέρει η φτώχεια, η πείνα η ανεργία. Μόνο οι αριθμοί τους απασχολούν και τώρα τελευταία πιπιλίζουν μια λέξη. Πρωτογενές πλεόνασμα. Για αυτούς που κοιμούνται στο δρόμο, αυτούς που δίνουν τέρμα στη ζωή τους από ντροπή και φτώχεια, μιλιά. Με  κάθε καινούργιο φόρο, κάθε καινούργιο χαράτσι  είναι σαν να μας βαράνε  ακόμα  μια βουρδουλιά στην πλάτη. Και εμείς αντί να κοιτάξουμε το θερίο στα μάτια να επαναστατήσουμε, να πιάσουμε το  βούρδουλα να αναμετρηθούμε  και ας μας νικήσει μετά,  εμείς υπομένουμε, σκύβουμε. Τόσο που η  μύτη μας έφτασε στη γη, στο χώμα. Παρόλα αυτά, εμείς   πρέπει να ζούμε. Όπως μπορούμε. Η ζωή έχει σημασία. Με την όποια μορφή της. Καπνός είναι όλο αυτό, θα  περάσει. Θα έλθει πάλι ήλιος, θα  ξαστερέψει.-