Παραγινομένο νεράτζι

Ένα παραγινομένο νεράντζι έπεσε με θόρυβο πάνω στο καπό μιας ασημιάς Μερσεντές επιβεβαιώνοντας απολύτως το νόμο της βαρύτητας.

Πέρασα δίπλα της κι ένιωσα τη βαρύνουσα σημασία της.

Δεν τόλμησα να προσπεράσω το σκαθάρι του Κάφκα που προπορευόταν. Ούτε να το λιώσω με τη μύτη του παπουτσιού μου τόλμησα. Αντίθετα, το παρακολούθησα να τρέχει ως την άκρη του πεζοδρομίου κι όταν δίστασε να πηδήξει – του φάνηκε πως ήταν πολύ ψηλά για μια τέτοια βουτιά το βοήθησα εγώ. Κι αυτό άνοιξε τα μαύρα φτερά του και υποκλίθηκε ακουμπώντας τη μουσούδα του στα πλακάκια της αυλής. Ύστερα σαν ένας ευτραφής πρίγκιπας μας γύρισε την πλάτη κι απομακρύνθηκε ιδρώνοντας.

Δυο κοριτσίστικα πόδια με μαύρο χνούδι λευκά καλτσάκια και ταμπά μποτίνια προχωρούσε μπροστά μου. Τα βήματά τους διασταυρώνονταν με τις καμπάνες της Μπαλ. Με τον απόηχο μιας πολιτείας και της μοναξιάς της. Ή με τον μπάσο ήχο ενός κοντραμπάσο στη διάρκεια μιας μέριμνας ασυνεχούς, ασύνετης και ημιτελούς που ακολουθούσε δύο γκουβερνάντες που κατευθύνονταν στα ενδότερα του ξενοδοχείου Εξέλσιορ. Κρατούσα τις προμήθειες διπλωμένες άψογα εν είδει προσφοράς στα δυο μου προτεταμένα χέρια και φρόντιζα να μην τις χάσω από τα μάτια μου, αλλά τις έχασα έξω από το δωμάτιο 608. Τότε ακούστηκε ο ήχος του κώδωνος και το καράβι που συντρίφτηκε και πριν από αυτό μάτωσε και ξεπλύθηκε στο κύμα τ’ αλμυρό. Προσπάθησε να συνθέσει την όπερα της ανίας αλλά για μια ακόμα φορά δεν τα κατάφερε. Δυο αποτυχίες ήταν πολλές στη διάρκεια ενός μόνο πρωινού.

Αυτές οι δύο τον είχαν κοροϊδέψει. Ήταν ακριβώς εκεί που τις είχε χάσει. Στο δωμάτιο 608. Ξαπλωμένες ανάσκελα. Ξεκαρδισμένες άηχα. Κανείς δεν μπορούσε να μιμηθεί την Έμμα και την Έφη. Γιατί ποτέ κανείς δε γέλαγε άηχα.