Ήρθες

Ήρθες.

Κι έσκυψα να λουστώ.

Και στα μαλλιά μου άνθισε,

Η επιθυμία σου.

Με ένα φιλί μοναχά, δροσίστηκα.

Γυμνή πια μαζί σου, περπατώ.

Σε ένα δωμάτιο σκοτεινό.

Όπου στάζουν αίματα οι φλόγες μας.

Έλα.

Κάρπισε με, εδώ.

Καλπάζουν οι χώροι,

κάτω από τα σκέλη μου.

Δος μου το χέρι σου.

Πάνω από τον χρόνο.

Σβήσε και το φως που απέμεινε.

Σου χρειάζεται όλος ο ήλιος μου.

Ρίζωσε τους στήμονες σου, 

στο εύφορο χώμα μου.

Να ανθίσουνε ρόδα.

Κι η μέθη μας λογίστρα των νυχτών,

που μας ενώνει.

Κι από την άκρη μου, 

Θωρείς την ομορφιά μου, 

που νιώθω να τρέχει σαν άστρο στις ρωγμές των ουρανών

σου.

Μ’ αγγίζεις και ανασταίνομαι.

Με ψηλαφίζεις σαν ασήκωτη Ποίηση που γεννήθηκε και πάλι

στην καρδιά σου…

Σου ψιθυρίζω κι απόψε αυτό:

Όταν οι δρόμοι σου συνάντησαν εμένα,

Έσταξε αίμα η καρδιά,

Για να βάψει με κόκκινο τα χείλη μας.

Για να μπορέσουμε να ξεδιψάσουμε ο ένας στον άλλο.

Σε έναν ορίζοντα γιομάτο μεθύσι κι έρωτα…