Ο Ποιητής

Τα σώματα χάνονται.
Σβήνουν.
Όταν το ένα σμίγει στο άλλο.
Κορύφωση Ηδονής και λατρείας.
Συντέλεια αιώνων χαραγμένη στη στιγμή.
Ένα «σ’ αγαπώ» κρυφό τις ώρες εκείνες φωτάει το σκοτάδι.
Κι αξάφνου εσύ:
Τα μαλλιά σου μιαν αστραπή χαραγμένη στο μαύρο.
Ο λαιμός σου είναι ένας γλιστερός κορμός δέντρου όπου
μάταια προσπαθώ ν’ ανέβω.
Τα χέρια σου οχήματα της μοίρας διασχίζουν απόκρυφα, 
επιπλέουν στο φως μου.
Και το δέρμα μου σκεπάζει η φεγγαρόσκονη που πλημμύρισε,
πέτρωσε πίσω από τα μάτια σου…
Στον κόρφο σου διψασμένες πληγές της καρδιάς σου, πάλλουν
τον έρωτα.
Μαζεύεις μετάξι από ήλιο, το βάζεις στα χείλη μου.
Μου γεμίζεις τις στέρνες με ύδωρ από εκείνο που ρέει
αδιάκοπα στους στήμονες σου…
Ακούω τους ήχους σου.
Την αιώνια μουσική σου.
Και κάθε φορά που ακουμπώ το ζεστό μέτωπο σου στα χέρια
μου, άλλο δεν λογίζομαι: 
Να γίνουν τα δάκτυλά μου, νερό.
Να γίνουν ποτάμι να κυλήσει απάνω στο σώμα μου ολόκληρο.
Έτσι λοιπόν ακούγεσαι, φαίνεσαι, είσαι στους πέπλους της
Ποίησης.
Στο διάχυτο φως που ξεχύθηκε στης στιγμής μας την ένωση…