Στου Χειμώνα την άφεση

Στο στήθος μου, αφήνω να γείρει η ηδονή.
Την σκεπάζω με τα μαύρα μαλλιά μου.
Και στραγγίζω της γλύκας της την γεύση,
Μες στου φιλιού το ανείπωτο μεθύσι…
Το φεγγάρι είναι κόκκινο.
Το ποτάμι βαθύ.
Τα χέρια σου ουρανός.
Το γέλιο σου χαμένο στο άπειρο.
Βρέχω στα σπλάχνα μου θάλασσα.
Ολόγυμνη πια εμπρός της.
Γαλάζια και πάλι.
Φωνή. Της ανάσας φωνές μου. 
Τα βλέφαρα μου βουτηγμένα στο μαύρο.
Και κοιτάζω την απάρθενη ανάδυση μου μονομιάς: 
Σαν χρυσό όνειρο που φέγγει τους ίσκιους της νύχτας…
Μες στα κρύα νερά των λιμνών του χειμώνα,
Γυμνή και πάλι, αντιφέγγω το φως της αγάπης…
Κι αν τα Χριστούγεννα φθάνουν, 
εγώ ποτίζω τις στάμνες με αιμάτινο πάθος…
Και δακρύζω με της χαράς το γλυκό χαμόγελο που κατακλύζει την όψη
μου.
Και τα μάτια μου μεγάλα -σιγολάμπει ο Έρωτας μέσα τους- 
μέσα στο μαύρο απέραντο φόντο γιομίζουν λουλούδια…
Και σήμερα πάλι, εγώ την πάνανθη ομορφιά μου,
 προσφέρω σε μια αναίμακτη θυσία…
Και τα γράμματα αυτά, μες στα χαρτιά της έκστασης, 
τα έχω αγάπη πρώτη…
Μέσα στης καρδιάς μου το αμύθητο αγαπώ…
Και οι λέξεις σου, πνέουν την νιότη μου…
Ανθίζουν την όψιμη χαρά μου στου χειμώνα το απέραντο λευκό…