Ο Ντιζάιν είναι πάντα εδώ

Ο Ντιζάιν δεν είναι ο μόνος. Είναι μόνος. Μοναδικός. Είναι ο ήρωας ενός βιβλίου που έχει πολλά παράθυρα. Ο Ντιζάιν είναι ανοιχτομάτης. Ο μόνος ανάμεσα στη συνομοταξία των ανοιχτομάτηδων. Ο Ντιζάιν μένει στο καταφύγιο μιας πολύ μαύρης ιστορίας. Όσοι τον γνωρίζουν έχουν ενός είδους ευφυΐα μοναδική, μια απέραντη αφέλεια και κυρίως ανοχή απέναντι σ’ ένα παγκόσμιο τραύμα, μια πληγή.

Ο Ντιζάιν  μένει σ’ ένα σπίτι με πολλά παράθυρα. Κάποτε τα έκλεισε όλα. Τα μαντάλωσε. Λίγα χρόνια μετά τα έχτισε. Το αποτέλεσμα ήταν πως δεν μπορούσε να βγει έξω στον παγωμένο αέρα του Μέλανα Δρυμού που όταν τον πλησιάσεις αποκτάς με τρόπο μαγικό μια στολή παραλλαγής και μπορείς να κυκλοφορήσεις έξω από το σπίτι του Ντιζάιν χωρίς να σε αντιληφθούν οι κυνηγοί  που κυνηγούν κάτι περίεργα ψάρια που σκοπεύουν να τα βάλουν σε ενυδρεία τελευταίας τεχνολογίας. Ανυπεράσπιστα ψάρια που αγάπησαν τον αέρα του δάσους τα υποχρεώνουν να αναπνέουν στο γλυκό νερό του ενυδρείου. Τα ψάρια αυτά σπανίως επιβιώνουν από αυτή την αλλαγή. Ωστόσο ειδικοί βιολόγοι πειραματίζονται  ψάχνοντας να βρουν τρόπους να τα κάνουν υδρόβια.

Ο έγκλειστος Ντιζάιν πάσχει από μιας μορφής αλλεργία που του προκαλεί κνησμό. Το δέρμα του είναι κατακόκκινο από κατασκευής. Από το ξύσιμο όμως έχει γεμίσει  οριζόντια, κάθετα ή πλάγια γδαρσίματα. Κόκκινη και άσπρη είναι και η περιβολή του.

Η γυναίκα του η Λότε Καίτχεν Χάνα του πλέκει τσουράπια - αλλά αυτό συνέβαινε πριν το χτίσιμο των κουφωμάτων.

Στο περίκλειστο μπούνκερ μένει μόνος. Δηλαδή όχι ακριβώς. Κυκλοφορούν  καμιά φορά σωματοποιημένα κάτι όντα αδύνατα και διάφανα, σχεδόν αόρατα που όμως συχνά φουσκώνουν από ντροπή και γίνονται τρομακτικά. Τα όντα αυτά, γνωστά κατά τα άλλα, αν και όχι σαν όντα, φέρουν το όνομα τύψεις. Ο Ντιζάιν με τα χρόνια έχει βρει ένα μηχανισμό να τις πνίγει στο ενυδρείο που διατηρεί με τα ψάρια που αλίευσε παλιά στο Μέλανα Δρυμό. Ο Ντιζάιν έχει ξεπεράσει την ηλικία της λογικής, την ηλικία της ντροπής, την ηλικία του μίσους, την ηλικία της γνώσης, την ηλικία των συναισθημάτων, την ηλικία την ανθρώπινη. Ο καημένος ο

 Ντιζάιν είναι πια ένας  μαύρος άγγελος, τόσο ανθρώπινος και τόσο ένοχος όσο κι ένας λευκός άγγελος. Πολλοί έχουν πάνω στο γραφείο τους το αγαλματίδιό του. Φυσικά ως Μαύρος Άγγελος δεν έχει φτερούγες. Έχει όμως μουστάκι κάπως περιορισμένο, αν και όχι τόσο ώστε να φύεται μόνο κάτω από τα ρουθούνια της μύτης του και να συναντά το μέσον του άνω χείλος ούτε όμως τόσο εκτεταμένο ώστε να πιάνει όλο το μήκος του άνω χείλους. Η τραγωδία του είναι πως όσο κι αν το ξυρίζει αυτό ξαναφύεται πιο πυκνό από πριν. Ήθελε να το ξεριζώσει να κάνει αποτρίχωση, αλλά από τότε που εγκλείστηκε στο καταφύγιό του έπαψε να ενδιαφέρεται για τον εαυτό του και γενικώς τα εγκόσμια.

Αν και αιρετικός ο Ντιζάιν αγαπά την προσωπικότητα και το έργο του Αγίου Μαρτίνου [649-653] πάπα της Ρώμης [600-655] Πάπα της  Ρώμης [649-653] ο  οποίος γιορτάζει στις 13 Απριλίου σ’ ολόκληρη τη Χριστιανοσύνη και αγιοποιήθηκε επειδή κατεδίωξε αιρετικούς. Συντάχθηκε με τον Μονοθελητισμό [ο Ιησούς έχει μεν δύο φύσεις θεία και ανθρώπινη αλλά μία θέληση] και τον Μάξιμο τον Ομολογητή και καταδικάστηκε σε θάνατο αλλά η ποινή μετριάστηκε και κατέληξε στην εξορία.

Η ομοιότητα με τον Ντιζάιν συνοψίζεται στο γνωστό ρητό: ‘όποιος καταδιώκει καταδιώκεται’ αλλά και πάλι ο Ντιζάιν δεν καταδιώχθηκε, δεν καταδικάστηκε σε θάνατο ή σε οποιαδήποτε άλλη ποινή αν και ουδέποτε και ουδαμώς μετανόησε.

Ο Ντιζάιν απλώς μεταμορφώθηκε από Λευκό σε Μαύρο Άγγελο. Διαφορά χρώματος που αφήνει απέξω όσους πάσχουν από την ασθένεια της αχρωματοψίας.

Βέβαια όλοι οι διάσημοι εκφραστές αιρετικών  απόψεων, αρνητές, πόρνοι, σεξουαλικώς παρεκκλίνοντες, μισαλλόδοξοι, ρατσιστές, έκκεντροι, αιμομίκτες, βιαστές, εγκληματίες και [επι-]κυρίαρχοι, ακόμα κι ο ίδιος ο Διάβολος  βρίσκονται στον ένατο κύκλο της «Κόλασης» του Δάντη. Ο Ντιζάιν όμως γλίτωσε αυτή την καταδίκη που είναι ούτως ή άλλως λογοτεχνική, όπως δόξα τω Θεώ όλα τα πράγματα σ’ αυτόν τον κόσμο. Καταδικάστηκε μόνο από το αυτονόητο που λέει πως η μύτη βρίσκεται πάνω από το στόμα και μυρίζει τα όμορφα και τα απαίσια πράγματα και γνωρίζει εξ ενστίκτου να τα ξεχωρίζει. Ο Ντιζάιν όμως δεν είχε όσφρηση και αδυνατούσε να μυρίσει τη μυρωδιά της καμένης σάρκας. Κι αυτό δυστυχώς γι αυτόν δεν είναι λογοτεχνία ή όπερα του Βάγκνερ. Είναι ιστορία την οποία δεν δημιούργησε ο  Ντιζάιν αλλά τη στοχάστηκε, την προσυπέγραψε, τη χαιρέτησε και τη χειροκρότησε.

 

 

Σημείωση: οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπο υπαρκτό πρέπει να αποδοθεί σε διαβολική σύμπτωση, Επίσης ο Ντιζάιν ουδεμία έχει σχέση με τη διακόσμηση την αισθητική κλειστού ή ανοιχτού χώρου ή τη μόδα.